Τι σημαίνει το avião στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης avião στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avião στο πορτογαλικά.
Η λέξη avião στο πορτογαλικά σημαίνει αεροπλάνο, αεροπλάνο, σεξοβόμβα, σεξουάλα, αεροπλάνο, αεροπλάνο, θεά, αεροπλάνο που εκτοξεύει πυραύλους, πετάω, βολή από ένα αεροσκάφος προς ένα άλλο, αεροπειρατεία, υδροπλάνο, πολεμικό αεροσκάφος, επιβατικό αεροπλάνο, στροβιλοελικοφόρο αεροσκάφος, επιβατικό αεροπλάνο, όσοι χωράνε σε ένα αεροπλάνο, αεροπορικό ταξίδι, φορτηγό αεροπλάνο, ναυλωμένο αεροσκάφος, ψεκαστικό αεροσκάφος, υπερηχητικό αεροσκάφος, αεροπορικό εισιτήριο, ψυχολογική έκρηξη επιβάτη αεροπλάνου, μαχητικό αεροσκάφος, πολεμικό αεροσκάφος, δεξιότητες πιλότου, τζετ, επιβιβάζομαι, πηγαίνω αεροπορικώς, κάνω αεροπειρατεία, χάριερ, σκάλα επιβίβασης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης avião
αεροπλάνο(máquina que voa, aeronave) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Embarcamos no avião dez minutos antes. Επιβιβαστήκαμε στο αεροπλάνο δέκα λεπτά νωρίτερα. |
αεροπλάνο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Os passageiros embarcaram no avião de maneira organizada. Οι επιβάτες επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο με τάξη. |
σεξοβόμβα, σεξουάλαsubstantivo masculino (pessoa sexualmente provocante (fem), gír) (αργκό: χιουμοριστικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αεροπλάνο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vamos tirar esse avião do chão! |
αεροπλάνοsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θεά(gíria: mulher linda) (μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Έχεις δει τη γυναίκα του; Είναι θεά (or: κουκλάρα). |
αεροπλάνο που εκτοξεύει πυραύλουςsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πετάω(de avião) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Voamos para São Francisco no verão passado. |
βολή από ένα αεροσκάφος προς ένα άλλοlocução adjetiva (arma) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αεροπειρατεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υδροπλάνο(avião que pousa em água) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πολεμικό αεροσκάφος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιβατικό αεροπλάνο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στροβιλοελικοφόρο αεροσκάφος(συντομ.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιβατικό αεροπλάνο(avião a jato) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
όσοι χωράνε σε ένα αεροπλάνο(ως αριθμητικό) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αεροπορικό ταξίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φορτηγό αεροπλάνο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ναυλωμένο αεροσκάφος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψεκαστικό αεροσκάφος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπερηχητικό αεροσκάφος(avião que voa mais rápido que o som) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αεροπορικό εισιτήριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Você já reservou sua passagem de avião? O uso de passagens de avião em papel está decaindo na era dos computadores. Έχεις κλείσει αεροπορικό εισιτήριο; Η χρήση έντυπων αεροπορικών εισιτηρίων μειώνεται στην εποχή των υπολογιστών. |
ψυχολογική έκρηξη επιβάτη αεροπλάνου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μαχητικό αεροσκάφος, πολεμικό αεροσκάφος
|
δεξιότητες πιλότου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τζετsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
επιβιβάζομαιexpressão verbal (σε αεροπλάνο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηγαίνω αεροπορικώςlocução verbal Η πτήση μου θα πετάξει για την Ατλάντα αύριο στις τέσσερις το πρωί. |
κάνω αεροπειρατεία
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χάριερsubstantivo masculino (Harrier Jump Jet) |
σκάλα επιβίβασης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avião στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του avião
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.