Τι σημαίνει το dia στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dia στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dia στο πορτογαλικά.
Η λέξη dia στο πορτογαλικά σημαίνει ημέρα, μέρα, ημέρα, μέρα, ημέρα, μέρα, φως της ημέρας, διάρκεια της ημέρας, πότε, ημέρα, μέρα, αυγή, την ημέρα, τη μέρα, σύγχρονος, σημερινός, μεσημέρι, μεσημέρι, μεσημέρι, ημεροκαλλίδα, εργατοημέρα, προετοιμάζω, ετοιμάζω, αναπληρώνω, σήμερα, ολοήμερος, ολοήμερος, ευδιόρατος, καθάριος, σήμερα, τώρα, κάποτε, καθημερινά, κάθε μέρα, μέρα-νύχτα, μέρα μεσημέρι, μέρα νύχτα, τις προάλλες, νυχθημερόν, εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο, το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέρι, το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέρι, πριν το μεσημέρι, μέρα με τη μέρα, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, από την μία μέρα στην άλλη, του αγίου ποτέ, μια μέρα, κάποτε, όλη μέρα, όλη την ημέρα, όλη μέρα, όλη την ημέρα, σε καθημερινή βάση, καθημερινά, μέρα παρά μέρα, την επόμενη μέρα, 24 ώρες το 24ώρο, την επομένη, την επόμενη μέρα, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, οποιαδήποτε ώρα, την ημέρα, απ' τη μια στιγμή στην άλλη, κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή, κάποτε, αν ποτέ, το χάραμα, καθημερινότητα, τη σήμερον ημέρα, στις μέρες μας, στο τέλος της ημέρας, καλημέρα, άδραξε τη μέρα, Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών, Καλή σου μέρα!, καλή σου μέρα, Ευτυχισμένο Χαλοουίν!, Χρόνια πολλά!, καλημέρα, Θεοφάνεια, καθημερινή, Χαλοουίν, ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία, αύριο, ημέρα πληρωμής, μισθοδοσίας, μέρα ξεκούρασης, έβδομη ημέρα, καυτή μέρα, πολύ ζεστή μέρα, μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία, ημέρα ανάπαυσης, ρεπό, ημέρα των εκλογών, όμορφη μέρα, ωραία μέρα, Εθνική Ημέρα Μνήμης, βροχερή μέρα, βράδυ, δειλινό, η επόμενη ημέρα, δουλειά μιας μέρας, θρησκευτική εορτή, ζεστή ημέρα, Ημέρα της Ανεξαρτησίας, Ημέρα της Κρίσης, γιορτή των Αγίων Πάντων, Ψυχοσάββατο, πρωταπριλιά, Ημέρα της Βαστίλλης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dia
ημέρα, μέραsubstantivo masculino (24 ώρες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Demorou três dias para a carta chegar aqui. Το γράμμα έκανε τρεις ημέρες (or: μέρες) να φτάσει. |
ημέρα, μέραsubstantivo masculino (ανατολή ως δύση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eles passaram o dia inteiro pintando a casa. Πέρασαν όλη τους την ημέρα (or: μέρα) βάφοντας το σπίτι. |
ημέρα, μέραsubstantivo masculino (της εβδομάδας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Em que dia eu fui ao banco? Terça-feira? Τι μέρα πήγα στην τράπεζα; Τρίτη; |
φως της ημέραςsubstantivo masculino (luz) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Abra as cortinas e deixe o dia entrar. Άνοιξε τις κουρτίνες και άφησε το φως της ημέρας να μπει. |
διάρκεια της ημέραςsubstantivo masculino (με φως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Σπάνια βλέπουμε τηλεόραση κατά τη διάρκεια της ημέρας. |
πότεsubstantivo masculino (um momento em particular) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Decidimos o local da reunião e precisamos amarrar o dia. |
ημέρα, μέρα(horas com luz) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αυγή(manhã) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
την ημέρα, τη μέραlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Eu trabalho de dia, mas poderia encontrar você de noite. |
σύγχρονος, σημερινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Os médicos de hoje em dia se encolheriam frente a algumas das práticas médias medievais. |
μεσημέριsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Laura sempre ia almoçar meio-dia e não voltava ao trabalho até às 13:00. Η Λώρα πάντα πήγαινε για φαγητό στις 12 το μεσημέρι και δεν επέστρεφε στη δουλειά μέχρι τη μία. |
μεσημέριsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η διάσκεψη θα κάνει παύση το μεσημέρι για γεύμα. |
μεσημέριsubstantivo masculino (horário) (κυριολεκτικά: ακριβώς) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ao meio-dia, o sol está diretamente acima; você não pode ver sua sombra no Equador. |
ημεροκαλλίδα(flor ornamental) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Τα άνθη της ημεροκαλλίδας διαρκούν μόνο για μια ημέρα, όμως υπάρχουν πολλά άνθη σε κάθε βλαστό. |
εργατοημέραsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προετοιμάζω, ετοιμάζω(fazer algo funcionar bem) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναπληρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu perdi uma semana de trabalho e agora eu tenho que me atualizar. Έχασα μια βδομάδα εργασίας και τώρα πρέπει να αναπληρώσω. |
σήμερα(a época atual) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hoje, não escrevemos cartas, escrevemos e-mail. |
ολοήμεροςlocução adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ολοήμεροςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευδιόρατος, καθάριοςlocução adjetiva (κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σήμερα, τώραlocução adverbial (atualmente, estes dias) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hoje em dia, as casas são muito mais baratas que antes de 2008. Σήμερα, τα σπίτια είναι πολύ πιο φθηνά από ότι πριν το 2008. |
κάποτε(στο μέλλον) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Κάποτε οι άνθρωποι μπορεί να ζουν σε μακρινούς πλανήτες. |
καθημερινά, κάθε μέραlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estou cansado de ficar fazendo a mesma coisa dia após dia. |
μέρα-νύχταlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) O Edgar tem trabalhado dia e noite para deixar a casa pronta a tempo. |
μέρα μεσημέριexpressão (abertamente) (καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μέρα νύχταlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
τις προάλλεςlocução adverbial (alguns dias antes) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νυχθημερόν, εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέριlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέριlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο αδελφός μου είναι να φτάσει το μεσημέρι. Το γραφείο κλείνει στις δώδεκα το μεσημέρι για γεύμα. |
πριν το μεσημέριlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Θα κάνω τον περίπατό μου πριν το μεσημέρι και ελπίζω να είμαι σπίτι την ώρα του γεύματος. Ελπίζω να μπορέσεις να φτάσεις πριν το μεσημέρι. |
μέρα με τη μέραlocução adverbial (gradualmente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνειlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) É muito entediante fazer a mesma coisa todo santo dia. |
από την μία μέρα στην άλλη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
του αγίου ποτέ(expressão idiomática - nunca , jamais) (ιδιωματισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μια μέρα, κάποτεlocução adverbial (no futuro) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Um dia espero viajar à América do Sul. Eu gostaria de ter filhos um dia. Ελπίζω κάποτε να ταξιδέψω στη Νότιο Αμερική. Θα ήθελα να αποκτήσω παιδιά μια μέρα. |
όλη μέρα, όλη την ημέραlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ela praticou o dia todo. Κάνει πρόβα όλη την ημέρα. |
όλη μέρα, όλη την ημέραlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Eu poderia regar as flores o dia inteiro. Eu sentei no sol o dia inteiro e li meu livro. Θα μπορούσα να ποτίζω τα λουλούδια όλη μέρα. Έκατσα στον ήλιο όλη μέρα και διάβαζα το βιβλίο μου. |
σε καθημερινή βάση, καθημερινάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μέρα παρά μέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A medicação deveria tomada dia sim, dia não. Το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται μέρα παρά μέρα. |
την επόμενη μέραlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No dia seguinte, ele apareceu na minha porta com um grande buquê de rosas. Την επόμενη ημέρα εμφανίστηκε στην πόρτα μου με ένα μεγάλο μπουκέτο τριαντάφυλλα. |
24 ώρες το 24ώρο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
την επομένη, την επόμενη μέραlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Gostei tanto do filme que voltei ao cinema no dia seguinte e o assisti novamente. |
σε μεταγενέστερη ημερομηνίαlocução adverbial (no futuro) (απροσδιόριστη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
οποιαδήποτε ώρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
την ημέραlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Τα νυχτόβια ζώα, όπως οι κουκουβάγιες, κοιμούνται την ημέρα και κυνηγούν τη νύχτα. |
απ' τη μια στιγμή στην άλλη(ξαφνικά, απρόσμενα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή(em uma data não especificada no futuro) (αόριστα στο μέλλον) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κάποτεlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Um dia eu vou ser rica. Κάποτε θα είμαι πλούσιος. |
αν ποτέ(ocorrência) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το χάραμαlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
καθημερινότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τη σήμερον ημέρα, στις μέρες μας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Κανένας δε γράφει γράμματα τη σήμερον ημέρα (or: στις μέρες μας). Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι η σκλαβιά είναι ακόμη αποδεκτή στις μέρες μας. |
στο τέλος της ημέραςlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele foi para casa no fim do dia. Στο τέλος της ημέρας πήγε σπίτι. |
καλημέραinterjeição (cumprimento pela manhã) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bom dia! Você levantou bem e cedo hoje! Καλημέρα! Πρωί-πρωί σηκώθηκες σήμερα! |
άδραξε τη μέραinterjeição (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Aproveite o dia" é uma tradução do latim "Carpe diem". «Άδραξε τη μέρα» είναι η μετάφραση του Λατινικού «Carpe diem». // Ο μπαμπάς μου πάντα μου έλεγε «Άδραξε τη μέρα, δεν θα είσαι για πάντα νέος!» |
Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιώνinterjeição (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών! Μη φας πολλή γαλοπούλα! |
Καλή σου μέρα!interjeição (σε έναν) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) O lojista me cumprimentou com um animado "tenha um bom dia!". Ο καταστηματάρχης με χαιρέτησε με ένα ευδιάθετο «Καλή σου μέρα»! |
καλή σου μέραexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Obrigado por fazer compras aqui, tenha um bom dia! "Tenha um bom dia!", disse ele ao sair. Ευχαριστώ που ψωνίσατε εδώ, καλή σας μέρα! Καλή σου μέρα, είπε καθώς έφευγα. |
Ευτυχισμένο Χαλοουίν!(cumprimento de 31 de Outubro) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Χρόνια πολλά!interjeição (EUA, cumprimento de 4 de Julho) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλημέραexpressão (cumprimento) (συνάντηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Θεοφάνεια(6 de janeiro) (χριστιανική θρησκεία) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
καθημερινή(ημέρα της εβδομάδας πλην του σαββατοκύριακου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eu sempre estou em casa de manhã em dias da semana. |
Χαλοουίνsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Muitas pessoas na vizinhança decoram suas casas para o Dia das Bruxas. Πολλοί στη γειτονιά στολίζουν τα σπίτια τους για το Χαλοουίν. |
ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία(fim do mundo) (τέλος του κόσμου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αύριο(literário) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ημέρα πληρωμής, μισθοδοσίας(dos salários) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέρα ξεκούρασης, έβδομη ημέρα(γενικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καυτή μέρα, πολύ ζεστή μέρα(gíria, fig.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσίαsubstantivo masculino, substantivo feminino (θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No Dia do Juízo Final, Jesus Cristo virá e julgará tudo aquilo que tivermos feito. |
ημέρα ανάπαυσης(religião: Sabá) (θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O Sabá é o dia de descanso dos judeus. |
ρεπόsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Não, não posso ir ao escritório hoje porque é o meu dia de folga! Όχι, δεν μπορώ να έρθω σήμερα στο γραφείο. Έχω ρεπό! |
ημέρα των εκλογών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
όμορφη μέρα, ωραία μέρα(figurado) William teve um bom dia nas corridas, ganhando uma soma considerável de dinheiro. Ο Γουίλιαμ πέρασε μια όμορφη μέρα στους αγώνες ταχύτητας, κερδίζοντας ένα σημαντικό ποσό. |
Εθνική Ημέρα Μνήμης(USA: feriado em homenagem aos militares) (εθνική γιορτή στις ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βροχερή μέρα
Quando saio num dia chuvoso, levo meu guarda-chuva. |
βράδυ, δειλινό(literal - anoitecer) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
η επόμενη ημέραlocução adverbial (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δουλειά μιας μέρας(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θρησκευτική εορτή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζεστή ημέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ημέρα της Ανεξαρτησίας(εθνική γιορτή των ΗΠΑ) |
Ημέρα της Κρίσης(cristianismo: julgamento final) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γιορτή των Αγίων Πάντωνsubstantivo masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ψυχοσάββατο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρωταπριλιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ημέρα της Βαστίλληςsubstantivo masculino (festa nacional francesa) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dia στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του dia
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.