Τι σημαίνει το calculated στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης calculated στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του calculated στο Αγγλικά.

Η λέξη calculated στο Αγγλικά σημαίνει υπολογισμένος, προμελετημένος, εσκεμμένος, σκόπιμος, υπολογίζω, εκτιμώ, σταθμίζω, υπολογίζω, υπολογίζω, εκτιμώ, υπολογίζω, λογαριάζω, σκόπιμη αδιακρισία, υπολογισμένος κίνδυνος, που αποσκοπεί σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης calculated

υπολογισμένος

adjective (worked out)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The satellite is intended to travel in a precisely calculated orbit.

προμελετημένος, εσκεμμένος, σκόπιμος

adjective (deliberate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jaime made a calculated choice to skip French class in order to finish his math homework.

υπολογίζω, εκτιμώ, σταθμίζω

transitive verb (determine, measure [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Using this formula we can calculate the height of the trees.
Χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο, μπορούμε να υπολογίσουμε το ύψος των δέντρων.

υπολογίζω

transitive verb (compute [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It took the computer several hours to calculate the exact distance.
Πήρε αρκετές ώρες μέχρις ότου ο υπολογιστής να υπολογίσει την ακριβή απόσταση.

υπολογίζω, εκτιμώ

transitive verb (estimate, predict [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's difficult to calculate how long the move will take.

υπολογίζω, λογαριάζω

transitive verb (consider [sth] carefully)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You failed to calculate how much your words would upset them.

σκόπιμη αδιακρισία

noun (revelation)

υπολογισμένος κίνδυνος

noun (chance taken)

We took a calculated risk and drove to Bob's house in the hope that he would be there.
Πήραμε συνειδητά το ρίσκο και περάσαμε από το σπίτι του Μπομπ μήπως και είναι εκεί.

που αποσκοπεί σε

preposition (intended)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του calculated στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.