Τι σημαίνει το figured στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης figured στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του figured στο Αγγλικά.

Η λέξη figured στο Αγγλικά σημαίνει αριθμός, αριθμός, νούμερο, σώμα, σχήμα, φιγούρα, προσωπικότητα, σχέδιο, σχήμα, αριθμός, φιγούρα, σχήμα, χρόνος, μελωδία, σχήμα, μορφή, περιλαμβάνομαι σε κτ, νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πως, σκέφτομαι ότι/πως, παρουσιάζω, απεικονίζω, διακοσμώ κτ με κτ, σκέφτομαι να κάνω κτ, λύνω, καταλαβαίνω, υπολογίζω, λογαριάζω, φιγούρα, πρόσωπο που επιβάλλει πειθαρχία, τιμή κατά προσέγγιση, πατρικό πρότυπο, oχτάρι, oχτάρι, αυτός που τον κοροϊδεύουν, ιδιωματισμός, κάνω καλλιτεχνικό πατινάζ, αθλητής του καλλιτεχνικού πατινάζ, καλλιτεχνικό πατινάζ, άντε να βγάλεις άκρη, τι να πεις, σωματότυπος κλεψύδρα, ηγετική φυσιογνωμία, μητρική φιγούρα, γυναίκα με μητρικό ρόλο, δημόσιο πρόσωπο, συνολικό ποσό αποδοχών, στοιχεία πωλήσεων, εξαψήφιο εισόδημα, εξαψήφιο εισόδημα, εξαψήφιος μισθός, εξαψήφιος μισθός, ανθρωπάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης figured

αριθμός

noun (number)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Should I write "34" in figures or as words?

αριθμός

noun (amount of money)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I am not sure how much to charge, but I have a figure in mind.
Δεν είμαι σίγουρος πόσα να χρεώσω, αν και έχω έναν αριθμό κατά νου.

νούμερο

plural noun (calculations)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Let's review those figures and try to balance the budget.
Ας ξανακοιτάξουμε αυτά τα νούμερα και ας προσπαθήσουμε να ισοσκελίσουμε τον προϋπολογισμό.

σώμα

noun (bodily shape)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The actress had a beautiful figure.
Η ηθοποιός είχε ωραίο σώμα.

σχήμα

noun (shape)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I can just make out the figure of a horse in this cubist painting.

φιγούρα

noun (person seen as a shape)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the semi-darkness, he saw the thin figure of a man.

προσωπικότητα

noun (personality, person with standing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Being a public figure, he was criticised by many people.

σχέδιο

noun (drawing, sculpture) (σε χαρτί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The figure of a dog he made in art class was very impressive.

σχήμα

noun (Fig.: image, graph in a text)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
For more clarification on this point, please see Figure One on the next page.

αριθμός

noun (numeral, not written form)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Do not write the numbers out in full, use figures.

φιγούρα

noun (part of a dance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let's rehearse the second figure again, dancers!

σχήμα

noun (geometric shape)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The students drew figures such as squares and triangles.

χρόνος

noun (sports racing time) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That figure beat her best by three seconds.

μελωδία

noun (music: harmonic tune)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The figure you composed is beautiful!

σχήμα

noun (logic: syllogism form) (συλλογισμού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The position of the middle term with respect to the two other terms is what determines the figure of a syllogism.

μορφή

noun (music: short sequence of notes) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The guitarist practised playing the figure until he got it right.

περιλαμβάνομαι σε κτ

(be included)

Make sure the cost of lighting and heating figures in your tax calculations.

νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πως

transitive verb (US, informal (with clause: reckon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I figure that I better get my hair cut soon.

σκέφτομαι ότι/πως

transitive verb (mainly US (with clause: assume, conclude)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I didn't see him at school, I figured that he'd probably stayed home sick.

παρουσιάζω, απεικονίζω

transitive verb (often passive (depict)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tribe's early style of dress is figured in the drawing.

διακοσμώ κτ με κτ

(often passive (decorate)

The wedding invitation was figured with an intricate design.

σκέφτομαι να κάνω κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (mainly US, informal (expect, plan)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I figure on traveling around Europe when I'm through with college.

λύνω

phrasal verb, transitive, separable (solve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How did you figure out that math problem?
Πώς έλυσες εκείνο το πρόβλημα μαθηματικών;

καταλαβαίνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He finally figured out why his car wouldn't start.
Στο τέλος, κατάλαβε γιατί δεν έπαιρνε μπρος το αμάξι του.

υπολογίζω, λογαριάζω

phrasal verb, transitive, separable (US (calculate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Figure up the total cost for the trip, and I'll pay you back.
Υπολόγισε το συνολικό κόστος του ταξιδιού και θα σου το πληρώσω.

φιγούρα

noun (character toy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My nephew collects action figures; he must have at least twenty of Batman alone.

πρόσωπο που επιβάλλει πειθαρχία

noun ([sb] who commands obedience)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My mother was the authority figure in our household.

τιμή κατά προσέγγιση

noun (figurative, informal, mainly US (approximate number)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πατρικό πρότυπο

(fatherly man)

oχτάρι

noun (figure skating) (σχήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

oχτάρι

noun (shape resembling 8) (σχήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτός που τον κοροϊδεύουν

noun (source of mockery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιδιωματισμός

noun (idiom)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Should I interpret that literally or is it only a figure of speech?

κάνω καλλιτεχνικό πατινάζ

intransitive verb (perform a dance on ice skates)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Since this is my first time on the ice, I hope you don't expect me to figure skate!

αθλητής του καλλιτεχνικού πατινάζ

noun (dancer on ice skates)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The figure skater had to perform his routine in his brother's hockey skates.

καλλιτεχνικό πατινάζ

noun (performance ice skating)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Figure skating is my favourite Winter Olympics sport. Figure skating combines athletic jumps with graceful movement.

άντε να βγάλεις άκρη

interjection (mainly US, informal (expression incomprehension) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τι να πεις

interjection (US, ironic, informal (expressing surprise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After years of reckless spending, now she's broke--go figure.

σωματότυπος κλεψύδρα

noun (figurative (woman's body: curvy)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
She has that hourglass figure that some men love.

ηγετική φυσιογνωμία

noun (important person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μητρική φιγούρα

noun ([sb] maternal or nurturing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυναίκα με μητρικό ρόλο

noun (female guardian)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημόσιο πρόσωπο

noun (person the public knows)

συνολικό ποσό αποδοχών

noun (annual amount of pay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στοιχεία πωλήσεων

plural noun (statement of money made from sales)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What are your sales figures for the second quarter?
Ποια είναι τα στοιχεία πωλήσεων για το δεύτερο τρίμηνο;

εξαψήφιο εισόδημα

noun (UK (earnings of thousands of pounds a year)

I'll be earning a six-figure income in my new job.
Το εισόδημά μου θα είναι εξαψήφιο στην καινούρια μου δουλειά.

εξαψήφιο εισόδημα

noun (US (earnings of hundreds of thousands of dollars a year)

εξαψήφιος μισθός

noun (earnings of thousands of pounds a year)

I get paid a six-figure salary to sit in an office all day and do nothing.

εξαψήφιος μισθός

noun (US (earnings of hundreds of thousands of dollars a year)

ανθρωπάκι

noun (simple line drawing of a person) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του figured στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του figured

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.