Τι σημαίνει το measure στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης measure στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του measure στο Αγγλικά.

Η λέξη measure στο Αγγλικά σημαίνει μετρώ, ζυγίζω, συγκρίνομαι, μετράω απέναντι σε, μονάδα μέτρησης, μετρικό σύστημα, μέτρο, μέτρα, δόση, μέτρο, πλευρά, άποψη, διαστάσεις, μέτρο, δόση, μέτρο, μοιράζω, είμαι αρκετά καλός, ανταποκρίνομαι σε κτ, μετράω, μετρώ, παίρνω τα μέτρα κπ, ελέγχω κπ εξονυχιστικά, υπέρμετρα, ιαμβικό μέτρο, αντίμετρο, αντίποινα, αντίμετρο, διπλός, για καλό και για κακό, ακριβής ποσότητα, πλήρης κατανόηση, ημίμετρο, μερικώς, σε κάποιο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, σε ένα βαθμό, κατά παραγγελία, αναλογικά, παίρνω τα μέτρα κπ για κτ, μετρώ τα λόγια μου, στοιχείο μέτρησης αποτελέσματος, προληπτικό μέτρο, προοδευτικό μέτρο, χοντρική εκτίμηση, μέτρα ασφαλείας, μεζούρα, προσωρινό μέτρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης measure

μετρώ

transitive verb (calculate dimensions) (με όργανο μέτρησης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to measure the wood before I cut it. The player measured the distance to the goal.
Πρέπει να πάρω μέτρα πριν κόψω το ξύλο.

ζυγίζω

transitive verb (figurative (weigh, consider) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He measured all of his options before acting.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα έβαλα κάτω και τα μέτρησα (or: υπολόγισα) και είδα ότι δεν θα μπορέσω να πάω διακοπές φέτος.

συγκρίνομαι

(figurative (compare) (με κάτι άλλο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The new president's success would always be measured against his predecessor's.
Πάντα θα συγκρίνουν την επιτυχία του νέου προέδρου με του προκατόχου του.

μετράω απέναντι σε

(compare) (μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He tested his skill to see how he measures against the competition.
Δοκίμασε τις ικανότητές του για να μετρήσει τις δυνάμεις του απέναντι στον ανταγωνισμό.

μονάδα μέτρησης

noun (unit of measurement)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
They use pounds as a measure in the USA.
Στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν τις λίβρες ως μονάδα μέτρησης.

μετρικό σύστημα

noun (system of measurement)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The litre is a liquid measure.
Το λίτρο είναι ένα μετρικό σύστημα για τα υγρά.

μέτρο

noun (often plural (action taken)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This measure is necessary to ensure the safety of all employees.
Αυτό το μέτρο είναι απαραίτητο για την ασφάλεια όλων των εργαζομένων.

μέτρα

noun (often plural (dimensions calculated)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I have the measures of the room in my notebook.
Έχω τα μέτρα του δωματίου στο σημειωματάριό μου.

δόση

noun (figurative (limited amount) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He had just a measure of curiosity about the subject.
Είχε μια μικρή μόνο δόση περιέργειας σχετικά με το ζήτημα.

μέτρο

noun (measuring instrument) (μόνο για μήκος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The worker took out his measure before he started working.
Ο εργάτης έβγαλε το μέτρο του πριν ξεκινήσει τη δουλειά.

πλευρά, άποψη

noun (standard)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our process is the best one, by any measure.
Η διαδικασία μας είναι η καλύτερη, από όλες τις πλευρές (or: απόψεις).

διαστάσεις

noun (bounds, limits)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The measure of the court was 30 x 90 meters.
Οι διαστάσεις του γηπέδου ήταν 30 x 90 μέτρα.

μέτρο

noun (law, bill)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The measure was approved by the legislature.
Το μέτρο εγκρίθηκε από το νομοθετικό σώμα.

δόση

noun (specific amount)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In English pubs, a standard measure of spirits is 25 ml.
Στις παμπ της Αγγλίας, η τυπική ποσότητα για τα οινοπνευματώδη ποτά είναι τα 25 ml.

μέτρο

noun (music)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μοιράζω

phrasal verb, transitive, separable (measure and divide [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The man measured the grain out into four equal portions.

είμαι αρκετά καλός

phrasal verb, intransitive (figurative (be adequate)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
He will never measure up; we might as well go ahead and fire him now.

ανταποκρίνομαι σε κτ

(figurative (match, be equal to)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rodgers has proved that he is capable of measuring up to the demands of the job.
Ο Ρότζερς έχει αποδείξει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δουλειάς.

μετράω, μετρώ

phrasal verb, transitive, separable (calculate dimensions of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Go ahead and measure up the next ten boards to be cut.

παίρνω τα μέτρα κπ

phrasal verb, transitive, separable (calculate size: for clothing) (ρούχα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The dress designer was measuring Brenda up.
Η σχεδιάστρια ρούχων έπαιρνε τα μέτρα της Μπρέντα.

ελέγχω κπ εξονυχιστικά

phrasal verb, transitive, separable (figurative (assess, scrutinize)

Colin knew about the vacant position and was aware that his boss was measuring him up.

υπέρμετρα

adverb (more than can be calculated)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ιαμβικό μέτρο

noun (poetry, verse: iambic meter)

αντίμετρο

noun (act that opposes another action)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντίποινα

noun (retaliation: act opposing an action)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αντίμετρο

noun (response)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The government's counter-measures don't seem to be working.

διπλός

noun (spirits: large serving)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I'd like a vodka, please, and make it a double.

για καλό και για κακό

expression (a little more than required)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Emily added an extra teaspoon of cinnamon to the recipe for good measure.

ακριβής ποσότητα

noun (measured quantity, serving of [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I asked for a gallon, and he gave me full measure.

πλήρης κατανόηση

noun (total amount, extent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ημίμετρο

noun (disapproving, often plural (incomplete attempt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Teaching people how to cook healthy meals is only a half-measure if they cannot afford the ingredients. It is not a time for half measures: we need radical change now.

μερικώς, σε κάποιο βαθμό

adverb (to an extent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε μεγάλο βαθμό

adverb (largely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The President's re-election chances are in great measure tied to the health of the economy.

σε ένα βαθμό

adverb (to an extent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά παραγγελία

adjective (designed specifically for [sb/sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναλογικά

expression (proportionately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
During the cold war, Kennedy felt that it was imperative that the US meet Khrushchev's challenges, measure for measure.

παίρνω τα μέτρα κπ για κτ

verbal expression (calculate size: for clothing) (ρούχα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The tailor measured him up for a new suit.
Ο ράφτης του πήρε μέτρα για ένα καινούργιο κουστούμι.

μετρώ τα λόγια μου

verbal expression (figurative (be careful what you say) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στοιχείο μέτρησης αποτελέσματος

noun ([sth]: gauges results)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προληπτικό μέτρο

noun (often plural (action taken to prevent [sth])

Some women use birth control pills as a preventive measure to avoid pregnancy. // Washing your hands frequently is a preventative measure against getting sick.

προοδευτικό μέτρο

noun (step to improve [sth])

χοντρική εκτίμηση

noun (approximate gauge)

By studying people's actions you'll have the rough measure of their characters.

μέτρα ασφαλείας

noun (often plural ([sth] to maintain safe environment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μεζούρα

noun (strip for measuring) (μέχρι 1-1,5 μέτρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tailors and dressmakers use tape measures to take measurements for clothing.

προσωρινό μέτρο

noun (provisional course of action)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A tourniquet is a temporary measure to stop bleeding until doctors can stitch up the wound.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του measure στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του measure

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.