Τι σημαίνει το cake στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cake στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cake στο Αγγλικά.
Η λέξη cake στο Αγγλικά σημαίνει τούρτα, μπιφτέκι, πλάκα, πήζω, δίνω στρογγυλό σχήμα, καλύπτω, παιχνιδάκι, κέϊκ αμυγδάλου, κέϊκ αμυγδάλου, παντεσπάνι χωρίς κρόκους, αναπόφευκτος, πλάκα σαπούνι, τούρτα γενεθλίων, αλεύρι για κέικ, μείγμα για κέικ, φόρμα, cake pop, σχάρα, διακοσμητικό τούρτας, κέικ καρότου, κέικ καρότο, κέικ σοκολάτα, χριστουγεννιάτικο κέϊκ, κέικ με γεύση καφέ, γλύκισμα που τρώγεται μαζί με τον καφέ, καλαμποκόψωμο, καβουροκεφτές, κέικ φρούτων, γλυκό από τηγανητή ζύμη, τηγανίτα, το κερασάκι στην τούρτα, παιχνιδάκι, κέικ για τον εορτασμό των Θεοφανίων, τούρτα με πολλές στρώσεις, κέικ μαρμπρέ, κομμάτι κέικ, παιχνιδάκι, παντεσπάνι, ρυζογκοφρέτα, είδος κέικ για την Ημέρα των Ψυχών, παντεσπάνι, παραπάει, κέικ, μπισκότο, αναποδογυρισμένο κέικ, ανάποδο κέικ, γαμήλια τούρτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cake
τούρταnoun (dessert) (γενεθλιών, γάμου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I love cakes made with lots of chocolate. Λατρεύω τις τούρτες με πολύ σοκολάτα. |
μπιφτέκιnoun (round mass of food) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Form the raw hamburger meat into cakes and fry them gently. |
πλάκαnoun (block) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I would like a nice new cake of lavender soap. |
πήζωintransitive verb (flatten, compact) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After you pour it into a mould, the compound will cake. |
δίνω στρογγυλό σχήμαtransitive verb (form into a cake shape) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cake the explosive mixture, and carefully place it on the table. Δώστε μορφή δίσκου στο εκρηκτικό μείγμα και τοποθετήστε το προσεκτικά πάνω στο τραπέζι. |
καλύπτωtransitive verb (often passive (cover) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The lorry's tyres were caked with mud. Οι ρόδες του φορτηγού είχαν καλυφθεί από λάσπη. |
παιχνιδάκιnoun (figurative, informal ([sth] easy to do) (μτφ: πολύ εύκολο) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) The new software installation was a piece of cake, no problems! |
κέϊκ αμυγδάλουnoun (cake flavored with almonds) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κέϊκ αμυγδάλουnoun (cake made with almond flour) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The bride is on a gluten-free diet, so for the wedding reception they're planning an almond cake. |
παντεσπάνι χωρίς κρόκουςnoun (mainly US (light sponge cake) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Angel food cake contains only egg whites, no yolks, so it's fine on a low-cholesterol diet. |
αναπόφευκτοςadjective (US, figurative, informal (inevitable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πλάκα σαπούνιnoun (cake of solid soap) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If your zipper sticks, rub a bar of soap over the zipper teeth to lubricate it. |
τούρτα γενεθλίωνnoun (cake served at birthday party) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The children love to blow out the candles on the birthday cake at parties. |
αλεύρι για κέικ(type of flour) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μείγμα για κέικnoun (prepared batter for cake-baking) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This cake mix is very convenient: you only need to add oil and an egg. |
φόρμαnoun (tin for baking a cake) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Line the bottom of the cake pan with parchment paper. |
cake popnoun (US (lollipop-shaped cake) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σχάραnoun (wire stand for cooling baked items) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διακοσμητικό τούρταςnoun (decoration on top of cake) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κέικ καρότου, κέικ καρότοnoun (sweet cake containing carrot) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) My favorite carrot cake recipe includes nuts and pineapple. |
κέικ σοκολάταnoun (cake: containing chocolate) (π.χ. για τον καφέ) This chocolate cake is made using cocoa powder. |
χριστουγεννιάτικο κέϊκnoun (festive fruit cake) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κέικ με γεύση καφέnoun (cake containing coffee) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Peter was eating a slice of coffee cake. |
γλύκισμα που τρώγεται μαζί με τον καφέnoun (US (sweet bread) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καλαμποκόψωμο(corn bread) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καβουροκεφτέςnoun (patty made of crab meat) (συνήθως πλακέ σχήμα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Crab cakes are best if they use large lumps of crab meat from the body of the crab. |
κέικ φρούτωνnoun (cake made with fruit) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Leah received three fruitcakes at Christmas. |
γλυκό από τηγανητή ζύμηnoun (US, Can (sweet fried batter) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τηγανίταnoun (US (pancake made with leavening) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
το κερασάκι στην τούρταnoun (figurative (extra benefit, gain) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παιχνιδάκιinterjection (informal (it's very easy) (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) I don't think that arithmetic problem is difficult. It's a piece of cake! Δε νομίζω πως αυτό το πρόβλημα στα μαθηματικά είναι δύσκολο. Είναι παιχνιδάκι! |
κέικ για τον εορτασμό των Θεοφανίωνnoun (traditional cake containing a trinket) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τούρτα με πολλές στρώσεις(dessert) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κέικ μαρμπρέnoun (mottled sponge cake) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) A marble cake is a cake made with two colours of batter. |
κομμάτι κέικnoun (slice or chunk of cake) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Would you like a piece of cake? Θα ήθελες ένα κομμάτι κέικ; |
παιχνιδάκιnoun (figurative ([sth] easy) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The spelling test was a piece of cake; I got all the answers right! Το τεστ ορθογραφίας ήταν παιχνιδάκι· όλες μου οι απαντήσεις ήταν σωστές! |
παντεσπάνιnoun (baking: sponge cake) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Traditional poundcake calls for a pound of butter, a pound of eggs, a pound of sugar, and a pound of flour. |
ρυζογκοφρέταnoun (puffed-rice snack food) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rice cakes are certainly bland, but at least they're crunchy and low in calories. |
είδος κέικ για την Ημέρα των Ψυχών(UK (type of cake) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παντεσπάνιnoun (light sweet cake) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παραπάειverbal expression (figurative, informal (be uncalled for, excessive) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jack's idea to build his own observatory really takes the cake! |
κέικnoun (UK (flat currant bun) (με αποξηραμένα φρούτα) |
μπισκότοnoun (UK (cake or cookie traditionally served with tea) (μικρό, ατομικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αναποδογυρισμένο κέικ, ανάποδο κέικnoun (cake that is turned over before serving) |
γαμήλια τούρταnoun (tiered cake served at a marriage party) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The wedding cake had three tiers, a chocolate interior, and white glaze for frosting. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cake στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του cake
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.