Τι σημαίνει το carte στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης carte στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του carte στο Γαλλικά.
Η λέξη carte στο Γαλλικά σημαίνει χάρτης, κάρτα, χάρτης, χαρτιά, κάρτα, κατάλογος, κάρτα, σχέδιο, χάρτης, κάρτα, μενού, ελαιολεκάνη, ελαιοπυξίδα, στρομφαλοθάλαμος, περίβλημα, περίβλημα, χαρτογραφώ, χαρτί, φύλλο, κάρτα, κάρτα, κάρτα, ταυτότητα, σημείωμα, εκπαιδευτική κάρτα, ατού, άδεια, αχαρτογράφητος, χωροπληθής, αλακάρτ, κατά παραγγελία, χρεωστική κάρτα, κάρτα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, μητρική κάρτα συστήματος, κάτοχος κάρτας μέλους, χρεωστική κάρτα, καρτοτηλέφωνο, εκτυπωτής οπισθογράφησης, ξυστό, φύλλο αλουμινίου, επαγγελματική κάρτα, πιστωτική κάρτα, διάτρητη καρτέλα, ανάγλυφος χάρτης, επαγγελματική κάρτα, εν λευκώ, ελευθερία κινήσεων, πράσινη κάρτα, ευχετήρια κάρτα, ταυτότητα, μαγνητική κάρτα, κάρτα, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο, σήμα, οδικός χάρτης, εισιτήριο διαρκείας, πρόχειρος χάρτης, πιστωτική κάρτα καταστήματος, κάρτα εισόδου εργαζομένων, κάρτα απεριορίστων διαδρομών, συνδικαλιστικό δελτίο ταυτότητας, μετεωρολογικός χάρτης, μετεωρολογικός χάρτης, κάρτα επιβίβασης, χριστουγεννιάτικη κάρτα, κάρτα δώρου, ταυτότητα, κάρτα μέλους, φλασάκι, στικάκι, καρτ-ποστάλ, λαχείο, αστρολογικός χάρτης, μενού, συλλεκτική κάρτα με εικόνα παίκτη μπέιζμπολ, κάρτα γενεθλίων, χρεωστική κάρτα, τοπογραφικό, μενού για το δείπνο, κάρτα πιστότητας, υπόμνημα χάρτη, κάρτα δωρητή οργάνων, Oyster card, τηλεκάρτα, καταναλωτικό όργιο, έξυπνη κάρτα, φοιτητική ταυτότητα, κάρτα Switch, κάρτα ανανέωσης χρόνου, λίστα κρασιών, μαγικό χειμωνιάτικο τοπίο, παγκόσμιος χάρτης, κάρτα Αγίου Βαλεντίνου, πλακέτα κυκλώματος, κάρτα κυκλώματος, πιστωτική κάρτα, κάρτα για καλή ανάρρωση, κάρτα SIM, κάρτα επέκτασης, μαγνητική κάρτα, φυσικός χάρτης, πολιτικός χάρτης, έχω έναν άσσο στο μανίκι, σπαταλάω, κατασπαταλάω, καταξοδεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης carte
χάρτηςnom féminin (d'un pays,...) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) As-tu une carte de l'Espagne ? Έχεις ένα χάρτη της Ισπανίας; |
κάρταnom féminin (de vœux, d'anniversaire,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) N'oublie pas d'envoyer une carte à ta mère pour son anniversaire. Μη ξεχάσεις να στείλεις στη μαμά σου μια κάρτα για τα γενέθλιά της. |
χάρτηςnom féminin (Biologie) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La carte génétique montrait chacun des gènes. Ο γενετικός χάρτης παρουσίαζε όλα τα γονίδια ένα προς ένα. |
χαρτιά(figuré) (μτφ: σχέδιο, πλάνο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
κάρτα(matière) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάλογοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La carte de cet hôtel était assez pauvre. |
κάρταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'a pas lu la carte qui accompagnait le cadeau. |
σχέδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous allons avoir besoin d'une carte du bâtiment pour en calculer la surface habitable. Θα χρειαστούμε κάτοψη του κτηρίου, για να υπολογίσουμε την ωφέλιμη επιφάνεια. |
χάρτηςnom féminin (Cartographie) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le capitaine examina la carte. |
κάρτα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lady Sylvia n'était pas chez elle quand Mary lui a rendu visite, et sa dernière a donc laissé sa carte de visite auprès du majordome. Η λαίδη Σύλβια δεν ήταν στην οικία της, όταν την επισκέφθηκε η Μαίρη. Έτσι, η Μαίρη άφησε την κάρτα της. |
μενού(ensemble des plats) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le menu ne propose pas de palourdes ici. Αυτό το εστιατόριο δεν έχει αχιβάδες στο μενού (or: στον κατάλογο). |
ελαιολεκάνη, ελαιοπυξίδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le mécanicien a remplacé le carter de la voiture. |
στρομφαλοθάλαμοςnom masculin (τμήμα κινητήρα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
περίβλημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le revêtement de mon ordinateur portable s'est fissuré quand je l'ai fait tomber. |
περίβλημα(appareil) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ben a ouvert le boîtier de l'ordinateur pour voir ce qui se passait à l'intérieur. Ο Μπεν άνοιξε το περίβλημα του υπολογιστή για να δει τι γινόταν μέσα. |
χαρτογραφώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les explorateurs furent les premiers à cartographier l'intérieur du continent. Οι εξερευνητές ήταν οι πρώτοι που χαρτογράφησαν το εσωτερικό της ηπείρου. |
χαρτί, φύλλοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tire une carte, n'importe laquelle. Πάρε ένα φύλλο, οποιοδήποτε φύλλο. |
κάρταnom féminin (πιστωτική, χρεωστική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bien que ce soit une petite boutique, ils acceptent les cartes. Αν και είναι ένα μικρό μαγαζί, δέχονται κάρτες. |
κάρταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάρταnom féminin (επαγγελματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'inconnu se présenta comme étant le Dr Bates et tendit sa carte. |
ταυτότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σημείωμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εκπαιδευτική κάρτα(anglicisme courant) Il a utilisé des flashcards pour étudier ses mots de vocabulaire. Χρησιμοποιούσε εκπαιδευτικές κάρτες για να μελετήσει το λεξιλόγιο. |
ατού(χαρτοπαίγνια) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
άδεια(équivalent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je peux voir les papiers du véhicule ? Μπορείτε να μου δείξετε την άδεια κυκλοφορίας του οχήματός σας παρακαλώ; |
αχαρτογράφητοςadjectif (δεν υπάρχει στο χάρτη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωροπληθήςnom féminin (Cartographie) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλακάρτadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Plutôt que de prendre le menu, elle a préféré commander à la carte. Αντί να επιλέξει το προκαθορισμένο μεσημεριανό γεύμα, αποφάσισε να παραγγείλει από τον κατάλογο. |
κατά παραγγελία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le magasin n'a pas de stock de lait frais, mais ils peuvent vous en commander sur demande. Το κατάστημα δεν έχει φρέσκο γάλα σε απόθεμα, αλλά παραγγέλνουν αν και όταν ζητηθεί. |
χρεωστική κάρτα
Si tu achètes quelque chose avec ta carte bancaire, la somme dépensée est débitée tout de suite sur ton compte. |
κάρτα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνουnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μητρική κάρτα συστήματοςnom féminin (Informatique) (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάτοχος κάρτας μέλους(club, organisation, parti) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En tant qu'adhérent, vous pouvez bénéficier de certains privilèges. |
χρεωστική κάρτα
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καρτοτηλέφωνοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εκτυπωτής οπισθογράφησηςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξυστό(είδος λαχείου) |
φύλλο αλουμινίουnom féminin (για χαρακτική) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επαγγελματική κάρταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai commandé mes cartes de visite auprès d'une société réputée qui livre rapidement. Παρήγγειλα τις επαγγελματικές μου κάρτες από μια πολύ γνωστή εταιρεία που τις παραδίδει γρήγορα. |
πιστωτική κάρτα(κάρτα για αγορές με πίστωση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'utilise toujours ma carte de crédit quand je fais les magasins. Όταν πάω για ψώνια, χρησιμοποιώ πάντα την πιστωτική μου κάρτα. |
διάτρητη καρτέλαnom féminin |
ανάγλυφος χάρτηςnom féminin Les lignes d'altitude sur une carte en relief montrent la déclinaison du terrain. |
επαγγελματική κάρταnom féminin Le banquier m'a tendu sa carte de visite. |
εν λευκώnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le président nous a donné carte blanche pour dire ce que nous voulions durant les négociations. |
ελευθερία κινήσεωνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tu as carte blanche pour cette mission. |
πράσινη κάρτα(États-Unis) (μεταφορικά) Je voulais vivre et travailler aux États-Unis mais je n'ai pas réussi à obtenir l'indispensable carte verte. |
ευχετήρια κάρταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Marilyn se réveilla et trouva une série de cartes de vœux à son chevet. |
ταυτότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le gouvernement britannique prévoit d'introduire des cartes d'identité pour tous ses citoyens. |
μαγνητική κάρταnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pour ouvrir la porte, introduisez votre carte magnétique dans le lecteur. |
κάρταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτοnom féminin (Jeux) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο μάγος της ζήτησε να διαλέξει οποιοδήποτε τραπουλόχαρτο. |
σήμαnom féminin (équivalent européen) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οδικός χάρτηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sarah regardait la carte routière, essayant de choisir le meilleur itinéraire jusqu'à Oxford. |
εισιτήριο διαρκείας
Nous avons un abonnement (or: une carte d'abonnement) pour toutes les spectacles de notre salle de spectacle locale. |
πρόχειρος χάρτης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιστωτική κάρτα καταστήματοςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Avez-vous la carte du magasin ? |
κάρτα εισόδου εργαζομένωνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chaque travailleur insère sa carte de pointage en arrivant le matin. |
κάρτα απεριορίστων διαδρομών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συνδικαλιστικό δελτίο ταυτότηταςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μετεωρολογικός χάρτηςnom féminin (courant) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μετεωρολογικός χάρτηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάρτα επιβίβασηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Tous les passagers doivent présenter leur carte d'embarquement avant de monter dans l'avion. Όλοι οι επιβάτες οφείλουν να επιδεικνύουν την κάρτα επιβίβασής τους πριν εισέλθουν στο αεροπλάνο. |
χριστουγεννιάτικη κάρταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάρτα δώρου
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai acheté une carte cadeau de 20 dollars pour offrir à ma sœur. |
ταυτότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous devrez montrer votre carte d'identité pour rentrer. |
κάρτα μέλουςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand je vais à la salle de sports, je dois passer ma carte de membre dans un lecteur. |
φλασάκι, στικάκι(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'utilise une clé USB pour sauvegarder mes fichiers. J'ai mis mes photos sur une clé USB pour les montrer à mes amis sur leur ordinateur portable. Χρησιμοποιώ ένα στικάκι για να κρατώ αντίγραφα ασφαλείας των αρχείων μου. Αντέγραψα τις φωτογραφίες μου στο φλασάκι για να μπορώ να τις δείχνω στους φίλους μου από τους φορητούς υπολογιστές τους. |
καρτ-ποστάλnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) J'envoie toujours une carte postale à ma famille quand je pars en vacances. |
λαχείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Comme Henry se sentait en veine, il est allé au magasin du coin pour s'acheter une carte à gratter. |
αστρολογικός χάρτηςnom féminin |
μενούnom féminin (καφέ, μπαρ, κτλ) |
συλλεκτική κάρτα με εικόνα παίκτη μπέιζμπολnom féminin (de base-ball) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάρτα γενεθλίωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Mon père m'a envoyé une carte d'anniversaire avec 100 dollars ! |
χρεωστική κάρταnom féminin |
τοπογραφικόnom féminin |
μενού για το δείπνοnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάρτα πιστότηταςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπόμνημα χάρτηnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάρτα δωρητή οργάνωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Oyster card(®, carte de transports londonien) (ΜΜΜ στο Λονδίνο) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τηλεκάρταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a acheté des cartes téléphoniques avant de quitter l'aéroport. |
καταναλωτικό όργιο
|
έξυπνη κάρταnom féminin (μεταφορικά) |
φοιτητική ταυτότηταnom féminin Certains musées offrent une réduction sur présentation de la carte d'étudiant. |
κάρτα Switchnom féminin (εμπορικό σήμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάρτα ανανέωσης χρόνουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
λίστα κρασιώνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μαγικό χειμωνιάτικο τοπίοnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παγκόσμιος χάρτηςnom féminin |
κάρτα Αγίου Βαλεντίνουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πλακέτα κυκλώματος, κάρτα κυκλώματος(composante électrique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πιστωτική κάρταnom féminin (ανάλογα το είδος) |
κάρτα για καλή ανάρρωση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάρτα SIMnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάρτα επέκτασηςnom féminin (Informatique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μαγνητική κάρτα
|
φυσικός χάρτηςnom féminin (topographie) |
πολιτικός χάρτηςnom féminin (géographie) |
έχω έναν άσσο στο μανίκιlocution verbale (figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σπαταλάω, κατασπαταλάω, καταξοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On peut faire des folies de temps en temps. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του carte στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του carte
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.