Τι σημαίνει το cas στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cas στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cas στο Γαλλικά.

Η λέξη cas στο Γαλλικά σημαίνει περίπτωση, περίπτωση, κρούσμα, κατάσταση, πτώση, περίπτωση, περίπτωση, περιστατικό, περίπτωση, επεισόδιο, περίπτωση, φασαρία, εάν είναι, όπου είναι, όταν είναι, εν τοιαύτη περιπτώσει, πληρωμή μόνο σε περίπτωση επιτυχίας, στην χειρότερη περίπτωση, αν χρειαστεί, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίπτωση, σε καμία περίπτωση, σε αυτή την περίπτωση, σε αυτή την περίπτωση, με οποιοδήποτε τρόπο, όπως έχουν τα πράγματα, οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως, σε κάθε περίπτωση, κάθε φορά,σε κάθε ευκαιρία, συχνά, επ'ουδενί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μόνο αν είναι απαραίτητο, επομένως, σε καμία περίπτωση, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, στην καλύτερη περίπτωση, είτε έτσι, είτε αλλιώς, αν ναι, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, σε καμία περίπτωση, κατά περίπτωση, αν ισχύει, για την περίπτωση που, σε περίπτωση που, σε περίπτωση που, με κανέναν τρόπο, για μια ώρα ανάγκης, αν τυχόν, σε περίπτωση που, σε περίπτωση, σε καμία περίπτωση, σε αυτήν την περίπτωση, όπως και να 'χει, ακόμα κι έτσι, κιτάπι, βοήθεια ψυχικά ασθενούς κατά περίπτωση, κτήριο με κίνδυνο πυρκαγιάς, case study, κλασικό παράδειγμα, χαμένη υπόθεση, καμένο χαρτί, τελειωμένος, εξαίρεση, ειδική περίπτωση, φτωχομπινές, άφραγκος, κλασική περίπτωση, κοινωνικός λειτουργός, κοινωνική λειτουργός, πλέμπα, χειρότερο σενάριο, απομακρυσμένος, αρχικός ασθενής, ασθενής μηδέν, ασθενής-μηδέν, αληθινές ιστορίες, υποβαθμίζω, αντιπαρέρχομαι, απαξιώ, αδιαφορώ για, για παν ενδεχόμενο, σε περίπτωση που, σε περίπτωση που, σε περίπτωση, θεομηνία, διαφορετικός, γενική, δεν είναι έτσι, αν χρειάζεται, αν απαιτείται, μεμονωμένος, αποζημίωση ασφάλειας σε περίπτωση θανάτου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cas

περίπτωση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le contraire est vrai, dans ce cas.
Σε αυτήν την περίπτωση, ισχύει το αντίθετο.

περίπτωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'est un cas évident d'interférence politique.
Πρόκειται για μια ξεκάθαρη περίπτωση πολιτικής παρέμβασης.

κρούσμα

nom masculin (Médecine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a eu 100 000 cas d'hépatite B cette année.

κατάσταση

nom masculin (Situation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons pensé qu'il pleuvrait, mais cela n'a pas été le cas.
Νομίζαμε θα έβρεχε, αλλά δεν ήταν έτσι τα πράγματα.

πτώση

nom masculin (Grammaire) (γραμματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le génitif est un cas qui n'existe pas en français.

περίπτωση

nom masculin (figuré : personne) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Celui-là, c'est un cas !
Είναι περίεργος τύπος.

περίπτωση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
N'importe quel Européen aurait fait l'affaire, mais dans le cas présent, c'était un Espagnol.
Ενώ οποιοσδήποτε Ευρωπαίος θα μπορούσε να πληρεί τις προϋποθέσεις, σε αυτή την περίπτωση ήταν ένας Ισπανός.

περιστατικό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les journaux rapportent un nouveau cas de corruption à la mairie.

περίπτωση

(plutôt négatif) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
T'es un cas, toi !

επεισόδιο

nom masculin (περιστατικό, γεγονός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a eu des épisodes de violence l'année dernière dans cette ville habituellement tranquille.

περίπτωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Στη Ρέιτσελ άρεσε πάντα να βρίσκει εκ των προτέρων τι θα έκανε σε διάφορες περιπτώσεις.

φασαρία

(familier) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan n'aimait pas qu'on fasse tout un pataquès de son anniversaire.
Στον μπαμπά δεν άρεσε να γίνεται μεγάλος ντόρος για τα γενέθλιά του.

εάν είναι, όπου είναι, όταν είναι

Si possible, des réparations seront faites.

εν τοιαύτη περιπτώσει

locution adverbiale (λογοτεχνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne pense pas qu'il te mentirait, mais tu ne devrais plus lui faire confiance le cas échéant.

πληρωμή μόνο σε περίπτωση επιτυχίας

adjectif (δικηγόρου σε δίκη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην χειρότερη περίπτωση

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au pire, nous aurons appris quelque chose de l'expérience.

αν χρειαστεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je peux rester plus longtemps, si nécessaire (or: si besoin).

σε κάθε περίπτωση

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Nous vous répondrons dans les meilleurs délais et dans tous les cas en moins de 48 heures.
Θα απαντήσουμε το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση, εντός 48 ωρών.

σε κάθε περίπτωση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Jones peut jouer en défense et en milieu de terrain et il fait du bon boulot dans les deux cas.

σε καμία περίπτωση

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε αυτή την περίπτωση

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
L'université est en droit de vous demander un certificat médical et, dans ce cas, elle vous remboursera les frais engendrés.

σε αυτή την περίπτωση

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Vous serez informé si l'un des articles n'est pas disponible et dans ce cas, le magasin vous proposera une alternative.

με οποιοδήποτε τρόπο

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όπως έχουν τα πράγματα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως, σε κάθε περίπτωση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je ne voulais pas du tout aller à la fête, mais c'est fini maintenant, de toute façon.
Δεν ήθελα καθόλου να πάω στο πάρτι, αλλά ούτως ή άλλως τελείωσε τώρα.

κάθε φορά,σε κάθε ευκαιρία

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συχνά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dans beaucoup de cas, les femmes trouvent difficile de reprendre le travail après un congé parental.

επ'ουδενί

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le fait que tu étais un peu saoul n'excuse en aucun cas ton comportement.

στη συγκεκριμένη περίπτωση

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
D'habitude, je serais d'accord avec vous mais dans ce cas-ci, je crois que vous faites erreur.

μόνο αν είναι απαραίτητο

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επομένως

locution adverbiale

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

σε καμία περίπτωση

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vous ne devez en aucun cas vous absenter de votre poste.

όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην καλύτερη περίπτωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cela ne sera pas prêt avant demain au mieux.
Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι έτοιμο αύριο.

είτε έτσι, είτε αλλιώς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Qu'il ait une assurance ou non, dans tous les cas, tu peux toujours prétendre à des indemnités.
Μπορεί να είναι ασφαλισμένος ή και όχι. Είτε έτσι, είτε αλλιώς μπορείς να εγείρεις απαιτήσεις.

αν ναι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Πας για ψώνια; Αν ναι, μπορώ να έρθω μαζί σου;

σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε καμία περίπτωση

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά περίπτωση

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αν ισχύει

(soutenu)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

για την περίπτωση που, σε περίπτωση που

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Prends un parapluie au cas où il pleuvrait.
Καλό θα ήταν να πάρεις μια ομπρέλα, σε περίπτωση που βρέξει.

σε περίπτωση που

locution conjonction

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prends ton parapluie, au cas où il pleuvrait.
Πάρε την ομπρέλα σου σε περίπτωση που βρέξει.

με κανέναν τρόπο

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
En aucun cas je ne te laisserai emprunter ma voiture.

για μια ώρα ανάγκης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je mets un peu d'argent dans mon fonds d'urgence pour les jours difficiles (or: pour les mauvais jours). Il est important de mettre de l'argent de côté pour les jours difficiles (or: pour les mauvais jours).

αν τυχόν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je compte venir à la soirée, mais je te préviendrai en cas d'imprévu.

σε περίπτωση που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prends ton parapluie, en cas de pluie.

σε περίπτωση

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En cas d'incendie, sortez par la sortie de secours la plus proche.

σε καμία περίπτωση

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε αυτήν την περίπτωση

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όπως και να 'χει, ακόμα κι έτσι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κιτάπι

nom masculin (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βοήθεια ψυχικά ασθενούς κατά περίπτωση

(κοινωνική εργασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κτήριο με κίνδυνο πυρκαγιάς

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

case study

nom féminin (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Pour vous aider à comprendre le processus de traduction, j'ai préparé une étude de cas d'une traduction de livre.
Για να σας βοηθήσω να καταλάβετε τη διαδικασία της μετάφρασης, έχω προετοιμάσει μια μελέτη περίπτωσης σχετικά με τη μετάφραση ενός βιβλίου.

κλασικό παράδειγμα

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμένη υπόθεση, καμένο χαρτί, τελειωμένος

nom masculin (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξαίρεση, ειδική περίπτωση

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτωχομπινές, άφραγκος

(familier, très péjoratif) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sa mère a été très contrariée que sa fille sorte avec un cas social.

κλασική περίπτωση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous sommes en présence d'un cas typique de mauvaise interprétation de l'information.

κοινωνικός λειτουργός, κοινωνική λειτουργός

nom masculin et féminin

πλέμπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χειρότερο σενάριο

nom masculin

Le pire des scénarios (or: des cas) serait que la voiture tombe en panne à des kilomètres d'un garage.

απομακρυσμένος

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρχικός ασθενής

(Médecine : premier patient)

ασθενής μηδέν, ασθενής-μηδέν

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

αληθινές ιστορίες

nom masculin pluriel

υποβαθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντιπαρέρχομαι, απαξιώ, αδιαφορώ για

(soutenu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ma femme fait peu de cas de mes suggestions.

για παν ενδεχόμενο

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ils risquent de demander des papiers, alors prends ton passeport au cas où.
Ίσως ζητήσουν κάποιο είδος ταυτότητας, πάρε λοιπόν το διαβατήριό σου για παν ενδεχόμενο.

σε περίπτωση που

locution conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au cas où quelqu'un oublierait son nom, nous érigeons ce monument en l'honneur de l'ancien amiral.
Για να μην ξεχάσει κανείς το όνομά του, φτιάξαμε αυτό το μνημείο για τον αποθανόντα ναύαρχο.

σε περίπτωση που

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au cas où ça n'arriverait pas, ne t'en fais pas.

σε περίπτωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En cas d'urgence, dirigez-vous calmement vers le lieu de rassemblement.

θεομηνία

nom masculin (Droit, technique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La compagnie d'assurance a refusé de payer, jugeant que les dégâts découlaient d'un cas fortuit.

διαφορετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γενική

(Grammaire) (γραμματική: πτώση)

Le cas possessif en anglais est indiqué par "'s".

δεν είναι έτσι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αν χρειάζεται, αν απαιτείται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεμονωμένος

nom masculin (στη γλωσσολογία)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La langue basque est un cas unique et n'appartient à aucun autre groupe linguistique.

αποζημίωση ασφάλειας σε περίπτωση θανάτου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cas στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του cas

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.