Τι σημαίνει το castigo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης castigo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του castigo στο ισπανικά.

Η λέξη castigo στο ισπανικά σημαίνει τιμωρώ, σκληραγωγώ, φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης, επιβάλλω κυρώσεις σε κπ, ποινή, τιμωρία, τιμωρία, τιμωρία, χτύπημα στο σώμα, σκληραγώγηση, τιμωρία, απαγόρευση εξόδου, στέρηση εξόδου, τιμωρία, ποινή, τιμωρία, τιμωρία, μάθημα, τιμωρία, επιβολή ποινής, δίκαιη τιμωρία, κύρωση, πειθαρχική κύρωση, πειθαρχική ποινή, μαλώνω, τιμωρώ, τιμωρώ, τιμωρώ, τιμωρώ, τιμωρώ, τσακώνω, πιάνω, τιμωρώ, δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με το ραβδί, δέρνω με τη ράβδο, τιμωρώ, τιμωρώ κπ απαγορεύοντας του την έξοδο, δέρνω με χάρακα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης castigo

τιμωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El profesor castigó al estudiante por llegar tarde a clases.
Η δασκάλα τιμώρησε τον μαθητή της επειδή πήγε αργοπορημένος στο μάθημα.

σκληραγωγώ

(figurado) (για εκπαίδευση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jinete estaba dándole una paliza a su caballo, forzándolo a pesar de que era obvio que estaba exhausto.

φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιβάλλω κυρώσεις σε κπ

(por indisciplina)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποινή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El castigo por tu crimen son diez años de prisión.
Η ποινή για τα εγκλήματά σου είναι φυλάκιση δέκα χρόνων.

τιμωρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El castigo de Emily por haber salido toda la noche fue estar dos semanas en penitencia.
Η τιμωρία της Έμιλι επειδή έμεινε έξω όλο το βράδυ ήταν να μη βγει από το σπίτι για δυο εβδομάδες.

τιμωρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sufrió un castigo por no pagar la deuda de su tarjeta de crédito.

τιμωρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χτύπημα στο σώμα

(MX, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκληραγώγηση

(figurado) (για εκπαίδευση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mujer le dijo al jinete que dejara descansar al caballo, ya que no creía que pudiera soportar más castigo.
Η γυναίκα είπε στον καβαλάρη ότι έπρεπε να αφήσει το άλογό του να ξεκουραστεί γιατί δεν πίστευε ότι μπορούσε να αντέξει άλλη ταλαιπωρία.

τιμωρία

(μαθητή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me gané un castigo por hablar durante la clase de química.

απαγόρευση εξόδου, στέρηση εξόδου

nombre masculino (sin salir) (τιμωρία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los niños no pueden jugar con sus amigos hasta que haya acabado su castigo.

τιμωρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ποινή, τιμωρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Maria perdió la apuesta, así que pagó el castigo de hacerle todas las tareas de la casa a su hermano durante una semana.
Η Μαρία έχασε το στοίχημα και έτσι πλήρωσε το τίμημα να κάνει όλες τις δουλειές του αδελφού της για μια εβδομάδα.

τιμωρία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El castigo en este colegio es normalmente quedarse después de clase.

μάθημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La familia aprendió a ser frugal mediante el duro castigo de la pobreza.

τιμωρία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Emily creía que el castigo de sus padres era injusto.

επιβολή ποινής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δίκαιη τιμωρία

Yo diría que un piquete de abeja es tu merecido por acercarte demasiado al enjambre.

κύρωση

(legal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las recientes sanciones sobre la carne importada han afectado la economía.

πειθαρχική κύρωση, πειθαρχική ποινή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El castigo corporal ya no es una medida disciplinaria aceptable.

μαλώνω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τιμωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La escuela penalizaba a los alumnos que llegaban tarde sacándoles puntos de sus notas.

τιμωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τιμωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En viejos tiempos, era común que los directores tuvieran varas para castigar a los alumnos.

τιμωρώ

locución verbal (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No castigamos a los niños por ser creativos, los premiamos.

τιμωρώ

locución verbal (κάποιον που κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tienda castiga a los clientes por robar llamando a la policía.

τσακώνω, πιάνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En las fiestas, la policía pone puestos de control para acabar con los conductores ebrios.
Κάθε φορά στις γιορτές η αστυνομία στήνει μπλόκα για να τσακώσει τους μεθυσμένους οδηγούς.

τιμωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La señorita Reed tenía que castigar a Jane por su mal comportamiento con frecuencia.

δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με το ραβδί, δέρνω με τη ράβδο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A William lo castigaron con la palmeta por saltarse la clase.
Τον Ουίλλιαμ τον έδειραν με τη βίτσα ως τιμωρία επειδή έκανε κοπάνα από το μάθημα.

τιμωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James castigó a su hija cuando la pilló tirándole del pelo a su amigo.
Ο Τζέιμς τιμώρησε την κόρη του όταν την έπιασε να τραβάει τα μαλλιά της φίλης της.

τιμωρώ κπ απαγορεύοντας του την έξοδο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sus padres lo castigaron sin salir por dos semanas.
Για να τον τιμωρήσουν, οι γονείς του του απαγόρευσαν να βγει για δύο εβδομάδες.

δέρνω με χάρακα

locución verbal (desuso)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του castigo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.