Τι σημαίνει το caza στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης caza στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caza στο ισπανικά.

Η λέξη caza στο ισπανικά σημαίνει κυνήγι, θήραμα, μαχητικό αεροσκάφος, κυνήγι, θήραμα, σκοποβολή, ανθρωποκυνηγητό, καταδίωξη, μαχητικό αεροσκάφος, πτηνό, πουλί, αγριοπούλι, κυνηγός, πάω για κυνήγι, ανιχνεύω,αναζητώ, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγάω, κυνηγώ, πιάνω, βρίσκω, πιάνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, κυνηγάω, κυνηγώ, πιάνω, πιάνω, αρχίζω να καταλαβαίνω, σκοτώνω, καταλαβαίνω, έντονη γεύση, κυνηγόσκυλο, ομάδα κυνηγών, λαθροθηρία, φαλαινοθηρία, οδηγός, συνοδός, κυνηγιάρικος, υδρόβιο πουλί, κυνήγι αλεπούς με άλογα, μεγάλο θήραμα, φτερωτό θήραμα, κυνηγόσκυλο, κυνήγι, περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγι, κυνήγι μαγισσών, κυνηγός, μεγάλο όπλο για το κυνήγι ελεφάντων, κυνήγι αλεπούς, αναζήτηση πλούσιου γαμπρού, κυνηγόσκυλο, κυνήγι, κυνηγετικό μαχαίρι, άδεια κυνηγιού, κυνηγετική περίοδος, κυνηγετική περίοδος, κυνηγετική ομάδα, κυνηγετική καραμπίνα, σκάφος για το κυνήγι της φώκιας, περίοδος κυνηγιού, αναζήτηση νέος συνεργατών, lurcher, πάω για κυνήγι, πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτ, κυνηγόσκυλο, κυνήγι κεφαλών, κυνηγόσκυλο, κυνήγι, κυνηγητό, πάρκο άγριων ζώων, θηροφύλακας, χάντερ, βγάζω για κυνήγι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης caza

κυνήγι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ken se llevó a su hijo de caza en su décimo cumpleaños.
Ο Κεν πήγε τον γιο του για κυνήγι στα 10α γενέθλιά του.

θήραμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las presas abundan en la hacienda del barón. Cazamos presas como el pavo silvestre.
Υπάρχουν άφθονα θηράματα στη γη του Βαρώνου. Κυνηγάμε θηράματα όπως άγριες γαλοπούλες.

μαχητικό αεροσκάφος

nombre masculino (avión)

Peter piloteó un caza en la guerra.

κυνήγι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El granjero siempre lleva a su perro a la caza.
Ο αγρότης πάντα παίρνει τα σκυλιά του μαζί του στο κυνήγι.

θήραμα

(κυνήγι: ζώο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El cazador tuvo su primera caza a los 17 años.
Ο ελαφοκυνηγός έπιασε το πρώτο του θήραμα όταν ήταν 17 χρονών.

σκοποβολή

(la actividad)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paul practica tiro todos los fines de semana en un campo de tiro.
Ο Πωλ πάει για σκοποβολή σε ένα σκοπευτήριο κάθε σαββατοκύριακο.

ανθρωποκυνηγητό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La policía inició la cacería del prisionero fugitivo.

καταδίωξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La persecución de la policía terminó con la captura del sospechoso.
Η καταδίωξη της αστυνομίας ολοκληρώθηκε με τη σύλληψη του υπόπτου.

μαχητικό αεροσκάφος

πτηνό, πουλί, αγριοπούλι

(κυνήγι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los cazadores vienen a esta zona por venados y aves de caza.

κυνηγός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Después de dejar la escuela John consiguió trabajo de cazador de fantasmas.
Αφού παράτησε το σχολείο, ο Τζον έγινε κυνηγός φαντασμάτων.

πάω για κυνήγι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Susan siempre quiso cazar pero nunca tuvo tiempo, hasta ahora.
Η Σούζαν πάντα ήθελε να ασχοληθεί με το κυνήγι αλλά δεν είχε ποτέ το χρόνο μέχρι φέτος.

ανιχνεύω,αναζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi gato caza ratones todas las noches.

κυνηγάω, κυνηγώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Juan iba a las montañas todos los años a cazar osos.
Ο Τζον πήγαινε κάθε χρόνο στα βουνά για να κυνηγήσει αρκούδες.

κυνηγάω, κυνηγώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los lobos cazan a sus presas en manada.
Οι λύκοι κυνηγάνε το θήραμά τους σε αγέλες.

κυνηγάω, κυνηγώ

verbo intransitivo (με πυροβόλο όπλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los hombres fueron a cazar al bosque aunque era ilegal.

πιάνω

(για κυνήγι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cazamos un faisán en nuestra partida de caza.

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Neil está intentado cazar a una mujer con dinero.

πιάνω

(deporte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαβαίνω, κατανοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las obras de filosofía hay que leerlas varias veces para captarlas.
Τα φιλοσοφικά έργα πρέπει να τα διαβάσει κανείς πολλές φορές για να τα καταλάβει.

αντιλαμβάνομαι

(MX, AR, CL, coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le comenté que él había envenenado a su esposa con arsénico, pero ella no lo cachó.
Της είπα ότι δηλητηρίασε τη γυναίκα του με αρσενικό, αλλά αυτή δεν το αντιλήφθηκε.

κυνηγάω, κυνηγώ

(correr tras)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los perros persiguieron el conejo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η αστυνομία καταδίωξε τον δραπέτη.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El policía juró que encontraría al asesino.
Ο αστυνομικός ορκίστηκε πως θα έπιανε τον δολοφόνο.

πιάνω

(animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cazador intentaba atrapar palomas.
Ο κυνηγός προσπαθεί να πιάσει περιστέρια.

αρχίζω να καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me encantaría entender algo de física.
Πολύ θα ήθελα να αρχίσω να καταλαβαίνω τις βασικές έννοιες της φυσικής.

σκοτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Dónde le tiraste a ese ciervo?
Πού σκότωσες αυτό το ελάφι;

καταλαβαίνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έντονη γεύση

(sabor) (για τρόφιμο)

Esta carne tiene un sabor fuerte.
Αυτό το κρέας έχει έντονη γεύση.

κυνηγόσκυλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peter educó a un sabueso para que fuese a cazar con él.
Ο Πήτερ μεγάλωσε ένα κυνηγόσκυλο για να πηγαίνουν μαζί για κυνήγι.

ομάδα κυνηγών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La cacería cruzó el arroyo persiguiendo a su presa.
Η ομάδα των κυνηγών διέσχισε το ρέμα καταδιώκοντας το θήραμα.

λαθροθηρία

(επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La caza furtiva de elefantes es un problema serio en la reserva.
Το παράνομο κυνήγι ελεφάντων είναι ένα σοβαρό πρόβλημα στην προστατευόμενη περιοχή.

φαλαινοθηρία

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οδηγός, συνοδός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

κυνηγιάρικος

(γάτα καλή στο να πιάνει ποντίκια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υδρόβιο πουλί

(για κυνήγι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κυνήγι αλεπούς με άλογα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μεγάλο θήραμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La reserva ofrece la oportunidad de ver caza mayor, como leones y elefantes.

φτερωτό θήραμα

A Henry le gustaba cazar aves de caza como perdices y faisanes.

κυνηγόσκυλο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tengo dos perros de caza.

κυνήγι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Highland Perthshire ofrece grandes oportunidades para la caza deportiva.

περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los oficiales están tratando de equilibrar la conservación con el acceso a cotos de caza.

κυνήγι μαγισσών

nombre femenino (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La investigación pronto se convirtió en una caza de brujas.

κυνηγός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una de las pasiones de Ernest Hemingway era ser cazador de caza mayor.

μεγάλο όπλο για το κυνήγι ελεφάντων

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυνήγι αλεπούς

(deporte)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los defensores de los derechos de los animales creen que la caza del zorro es una barbaridad.

αναζήτηση πλούσιου γαμπρού

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mayoría de sus amigos ven con malos ojos que ella siempre vaya a la caza de la fortuna de los hombres.

κυνηγόσκυλο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυνήγι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En mi pueblo se organizan partidas de caza en otoño.

κυνηγετικό μαχαίρι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Usó el cuchillo de caza para destripar el conejo.

άδεια κυνηγιού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κυνηγετική περίοδος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La temporada de caza del jabalí salvaje va de octubre a febrero.

κυνηγετική περίοδος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Este mes se da inicio a la temporada de caza de patos.

κυνηγετική ομάδα

κυνηγετική καραμπίνα

locución nominal masculina

σκάφος για το κυνήγι της φώκιας

nombre masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περίοδος κυνηγιού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναζήτηση νέος συνεργατών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

lurcher

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πάω για κυνήγι

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les gusta ir de caza los fines de semana.

πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando cumplió 18, Ron fue a la caza de sus padres biológicos.

κυνηγόσκυλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυνήγι κεφαλών

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κυνηγόσκυλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυνήγι

(με γενική ή για κτ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las focas dedican la mayor parte de su día a la caza de pescado.
Μια φώκια ασχολείται το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας της με το κυνήγι των ψαριών.

κυνηγητό

(μεταφορικά: για κτ/κπ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La búsqueda del asesino llevó varios años.
Η αναζήτηση του δολοφόνου κράτησε αρκετά χρόνια.

πάρκο άγριων ζώων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θηροφύλακας

(servidor público)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

χάντερ

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Jaime normalmente montaba caballos de caza, y se sorprendió de lo rápido que éste caballo se cansó.

βγάζω για κυνήγι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El noble usó a sus sabuesos para cacería.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caza στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.