Τι σημαίνει το cobrar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cobrar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cobrar στο ισπανικά.

Η λέξη cobrar στο ισπανικά σημαίνει <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χρεώνω, εξαργυρώνω, εκταμιεύω, εισπράττω, χρεώνω κπ κτ, χρεώνω, χρεώνω, πληρώνομαι, που έχει χρεωθεί, που τον έχουν χρεώσει, πιάνω, χρεώνω, ρευστοποιώ, ρευστοποίηση, εκμεταλλεύομαι, εξαργυρώνω, πιάνω, δωρεάν, τζάμπα, απαιτήσεις, αξιώσεις, φορολογώ, αφιλοκερδώς, γραμμένος στο ταμείο ανεργίας, προεισπραγμένα έσοδα, αντικαταβολή, μη εξαργυρωμένη επιταγή, εισπρακτέοι λογαριασμοί, εισπρακτέοι λογαριασμοί, εξαργυρώνω επιταγή, αφαιρώ ζωές, παίρνω ζωές, έχω συνέπειες, έχω επιπτώσεις, χρεώνω για, υπερχρεώνω, χρεώνω λιγότερο, γίνομαι πιο δυνατός, απαιτήσεις, αναπαριστώμαι/μεταφέρομαι πιστά, ζωντανεύω, με χρεώνουν υπερβολικά, υπερχρεώνω, υπερχρεώνω, ζητώ επανειλημμένα, χρεώνω, διπλοπληρώνομαι, αναθαρρώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cobrar

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbo transitivo

Los obreros cobran su salario al final de cada semana.

χρεώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que el camarero olvidó cobrarme.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας είναι φίλος μου και δεν μου παίρνει ποτέ χρήματα.

εξαργυρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andaba corto de dinero, así que cobré mis acciones de M&S.

εκταμιεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εισπράττω

(πληρωμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El repartidor de periódicos cobró el dinero que le debían.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πέρασε η σπιτονοικοκυρά να πάρει το νοίκι.

χρεώνω κπ κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El taxista me cobró ‎‎£15.
Ο ταξιτζής μου πήρε (or: μου ζήτησε) 15 λίρες.

χρεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El abogado cobra cien libras la hora.
Ο δικηγόρος παίρνει εκατό δολάρια την ώρα.

χρεώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No puedo creer que el hospital me haya cobrado diez mil dólares.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το νοσοκομείο με χρέωσε δέκα χιλιάδες δολάρια.

πληρώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El repartidor de periódicos suele cobrar los jueves.
Ο νεαρός που διανέμει τις εφημερίδες πληρώνεται τις Πέμπτες συνήθως.

που έχει χρεωθεί, που τον έχουν χρεώσει

verbo transitivo (για κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le cobraron una noche cuando, en realidad, sólo había cenado en el hotel.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cobramos diez pares de faisanes en la cacería.

χρεώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El banco cobra una tarifa si tu saldo cae por debajo de una determinada cantidad de dinero.

ρευστοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cobraron todas las acciones de la compañía.

ρευστοποίηση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El testigo escribió un libro sobre su experiencia para sacar tajada de su fama.

εξαργυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muchos supermercados hacen efectivos los cheques salariales a cambio de una comisión.
Τα περισσότερα σούπερ μάρκετ εξαργυρώνουν επιταγές πληρωμών έναντι χρέωσης.

πιάνω

(για κυνήγι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cazamos un faisán en nuestra partida de caza.

δωρεάν, τζάμπα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Billy está ayudando a la vieja Sra. Thomas con su jardín gratis.

απαιτήσεις, αξιώσεις

(λογιστική)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Los impagados de la compañía aumentaron un 50% este mes.
Οι απαιτήσεις της εταιρείας αυξήθηκαν κατά 50% αυτόν το μήνα.

φορολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno no grava los libros o periódicos.
Η κυβέρνηση δεν φορολογεί βιβλία και εφημερίδες.

αφιλοκερδώς

locución adverbial (gratis)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lo defendió sin cobrar, el caso le interesaba.

γραμμένος στο ταμείο ανεργίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προεισπραγμένα έσοδα

nombre masculino plural

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En este monto no están incluidos los ingresos por cobrar por las sumas retroactivas todavía no abonadas.

αντικαταβολή

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μη εξαργυρωμένη επιταγή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εισπρακτέοι λογαριασμοί

locución nominal femenina plural

εισπρακτέοι λογαριασμοί

El cliente no ha pagado nuestra factura, el monto todavía sigue en cuentas por cobrar.

εξαργυρώνω επιταγή

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφαιρώ ζωές, παίρνω ζωές

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El huracán cobró cientos de vidas.

έχω συνέπειες, έχω επιπτώσεις

(figurado)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La imprudencia puede a veces cobrar un precio muy alto, en este caso se perdieron dos vidas.

χρεώνω για

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las aerolíneas cobran por todo hoy en día, ¡incluso cobran el maní!
Οι αεροπορικές εταιρείες χρεώνουν για τα πάντα σήμερα. Πρέπει να πληρώσεις ακόμη και για φιστίκια!

υπερχρεώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los vendedores del mercado cobraban de más a los turistas.

χρεώνω λιγότερο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γίνομαι πιο δυνατός

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Después de la operación sus piernas estaban débiles pero él hizo mucho ejercicios para cobrar fuerza.

απαιτήσεις

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αναπαριστώμαι/μεταφέρομαι πιστά

locución verbal (μεταφορικά:τέχνες/θέατρο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Shakespeare cobró vida con la sólida actuación de Pedro.

ζωντανεύω

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A pesar de una primera parte tranquila, el partido cobró vida después del descanso.

με χρεώνουν υπερβολικά

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Había una sola habitación en todo el pueblo así que obviamente nos cobraron de más.

υπερχρεώνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπερχρεώνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El elegante restaurante cobra de más por porciones tan pequeñas.

ζητώ επανειλημμένα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρεώνω

(κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El abogado le cobró trescientos dólares por sus servicios.
Ο δικηγόρος τον χρέωσε τριακόσια δολάρια για την υπηρεσία που του παρείχε.

διπλοπληρώνομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναθαρρώ

locución verbal (εγώ ο ίδιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cobró ánimo por sus amables palabras tras el fallecimiento de su esposo.
Πήρε κουράγιο από τα καλά του λόγια μετά τον θάνατο του συζύγου της.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cobrar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του cobrar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.