Τι σημαίνει το espera στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης espera στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του espera στο ισπανικά.
Η λέξη espera στο ισπανικά σημαίνει αναμονή, αναμονή, αναμονή, αναμονή, περίμενε ένα λεπτάκι, ώπα, σταμάτα, πάψε, μισό λεπτό, Να πάρει!, Που να πάρει!, περίμενε και θα δεις, περιμένω, περιμένω, περιμένω κπ/κτ να κάνει κτ, τι πρόκειται να συμβεί, αναμένω, περιμένω, αναμένω, αναμένω, περιμένω, υπολογίζω, περιμένω, περιμένω, ελπίζω, ελπίζω σε κτ, περιμένω, περιμένω, υποδέχομαι, περιμένω, αναμένω, θέλω, περιμένω κτ, πιστεύω ότι θα κάνω κτ, πιστεύω να κάνω κτ, ψάχνω, περιμένω, περιμένω, περιμένω, παίρνω αναβολή, τριγυρίζω, ευεπλιστώ, ελπίζω, σκέφτομαι να κάνω κτ, μένω στη γραμμή (μου), επιφυλάσσω, μετρώ αντίστροφα, υπολογίζω, λογαριάζω, αναμένω, περιμένω, περίμενε, στάσου, που παραμονεύει, αναμενόμενος, αξίζω, αναμένω την απάντησή σας, αναμένω απάντησή σας, Μην κάνεις όρεξη, τι με περιμένει, λίστα αναμονής, αίθουσα αναμονής, κατάσταση αναμονής, λειτουργία αναμονής, τροχιά αναμονής, αξίζω την αναμονή, ικανοποιώ τις προσδοκίες, κάνω το καθήκον μου, ανήσυχος, αγωνιώδης, εν αναμονή, επιφυλάσσω, βάζω στη αναμονή, περίμενε ένα λεπτό, καθυστερώ, κρατώ σε αναμονή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης espera
αναμονήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No me importa la espera. Δεν με ενοχλεί η αναμονή. |
αναμονή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vamos a tener una larga espera. Μας περιμένει μεγάλη αναμονή. |
αναμονή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A veces los resultados de las pruebas médicas pueden tardar un par de semanas y a mucha gente le resulta difícil la espera. Μερικές φορές, χρειάζεται να περάσουν λίγες εβδομάδες μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων και αυτή η αναμονή δυσκολεύει πολλούς ανθρώπους. |
αναμονήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando llamó fue puesto en espera durante cinco minutos. Τον έβαλαν στην αναμονή για πέντε λεπτά όταν τηλεφώνησε. |
περίμενε ένα λεπτάκιinterjección (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esperá un momento; ¿me podrías repetir lo que dijiste? |
ώπα, σταμάτα, πάψε, μισό λεπτόlocución interjectiva (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Espera, ¿entonces lo supiste todo este tiempo y no me lo dijiste? |
Να πάρει!, Που να πάρει!
|
περίμενε και θα δεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Espera y verás, quizás te ganes el premio. |
περιμένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estamos esperando que se abran las puertas. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα αποτελέσματα δεν έχουν βγει, ακόμα περιμένω. |
περιμένωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estoy esperando a alguien especial. Περιμένω κάποιον ξεχωριστό. |
περιμένω κπ/κτ να κάνει κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vamos a esperar hasta que abra la oficina. Θα περιμένουμε να ανοίξει το γραφείο. |
τι πρόκειται να συμβεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No importa cuáles sean nuestros planes, nunca sabemos a ciencia cierta lo que nos espera. |
αναμένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esperamos lluvia durante la tarde en la mayoría del país. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Περιμένω (or: πιστεύω) ότι η ομάδα μας θα χάσει ξανά. |
περιμένω, αναμένωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brad esperó ansioso su respuesta. Ο Μπραντ με ανυπομονησία περίμενε την απάντησή της. |
αναμένω, περιμένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía espera problemas durante la marcha de protesta. Η αστυνομία περιμένει επεισόδια στη διαδήλωση. |
υπολογίζωverbo transitivo (tener expectativas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No esperaba jubilarme a los 59 años, pero aquí me ves, ¡jubilado! |
περιμένω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esperé 30 minutos pero Steve no apareció. |
περιμένωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Espere, por favor, y estaré con usted en un par de minutos. Περίμενε σε παρακαλώ, θα είμαι κοντά σου σε δυο λεπτά. |
ελπίζωverbo transitivo (να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esperamos poder mudarnos de casa antes de fin de año. Ελπίζουμε να μπορέσουμε να αλλάξουμε σπίτι πριν το τέλος του επόμενου έτους. |
ελπίζω σε κτ
Esperamos tener mejores noticias pronto. |
περιμένω(teléfono) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "¿Puedo hablar con Camila?" "Espera, veré si está aquí." «Μπορώ να μιλήσω στην Καμίλ;» «Περίμενε, να κοιτάξω αν είναι εδώ.» |
περιμένωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puede esperar un minuto mientras consulto esa información? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Παρακαλώ αναμείνατε στο ακουστικό σας. |
υποδέχομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Toda la familia esperará nuestra llegada en el aeropuerto. Ολόκληρη η οικογένεια θα υποδεχτεί την πτήση μας στο αεροδρόμιο. |
περιμένω, αναμένωverbo transitivo (κάτι, να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estoy esperando un paquete por correo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Προσμένω με ανυπομονησία τον ερχομό σου. |
θέλωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Como tu empleador espero perfección, este trabajo no es lo suficientemente bueno. Ως εργοδότης σου θέλω τελειότητα. Αυτή η δουλειά δεν είναι αρκετά καλή! |
περιμένω κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James no aceptó el trabajo de inmediato porque estaba esperando una oferta mejor. |
πιστεύω ότι θα κάνω κτ, πιστεύω να κάνω κτverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ricardo esperaba encontrar un trabajo en la fábrica local. |
περιμένωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιμένωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel estaba esperando la llegada de su hermano. Η Ρέιτσελ περίμενε την άφιξη του αδερφού της. |
περιμένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίρνω αναβολή
El otro tema en la agenda deberá posponerse hasta la próxima reunión. |
τριγυρίζω(ασθένεια: κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Megan está estornudando mucho hoy, creo que se viene un resfrío. Η Μέγκαν φτερνίζεται συνέχεια σήμερα· πρέπει να την τριγυρίζει κανένα κρύωμα. Νιώθω ότι έρχεται καταιγίδα. |
ευεπλιστώ, ελπίζω(να έγινε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Confío en que lo pasaste bien. |
σκέφτομαι να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Calculo estar viajando por Europa cuando termine el instituto. |
μένω στη γραμμή (μου)
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por favor espere mientras tratamos de conectarlo. |
επιφυλάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nadie sabe qué tiene guardado el mañana. |
μετρώ αντίστροφα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tan pronto como termina un cumpleaños, Tommy empieza a contar los días hasta el siguiente. Μόλις περάσουν τα γενέθλιά του, ο Τόμι αρχίζει να μετράει αντίστροφα για τα επόμενα. |
υπολογίζω, λογαριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Contamos con que estarás de vuelta para la cena. |
αναμένω, περιμένω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No tenía previsto jubilarme a los 59. Δεν περίμενα ποτέ να πάρω σύνταξη στα 59. |
περίμενε, στάσου
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Espera! Quiero decirte algo más antes de que te vayas. |
που παραμονεύει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las niñas en el parque ignoraron al hombre que estaba sentado en el banco expectante. Τα κορίτσια στο πάρκο αγνόησαν τον άνδρα που παραμόνευε στο παγκάκι. |
αναμενόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αξίζωlocución adverbial (μόνο για αξία, ικανότητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim está en espera de un aumento pronto. |
αναμένω την απάντησή σας(escrito) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναμένω απάντησή σαςlocución interjectiva (escrito) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Μην κάνεις όρεξηexpresión (coloquial, irónico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Neil prometió que iba a tener todo listo, ¡espera sentado! |
τι με περιμένειinterjección (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Con esta gente trabajando aquí, quién sabe qué nos espera. |
λίστα αναμονής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Estoy en la lista de espera para un departamento nuevo hace 15 meses. |
αίθουσα αναμονήςnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Siéntese en la sala de espera hasta que le llamemos. |
κατάσταση αναμονής, λειτουργία αναμονής(voz inglesa) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Después de 20 minutos, la televisión se puso en stand by. |
τροχιά αναμονήςlocución nominal masculina (αεροπλάνο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αξίζω την αναμονή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha llevado mucho tiempo terminarlo, pero valió la pena. |
ικανοποιώ τις προσδοκίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Temo que nunca colmaré las expectativas de mis padres. |
κάνω το καθήκον μουlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανήσυχος, αγωνιώδηςlocución adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) María estaba en tensa espera ante la perspectiva de ver a su padre por primera vez. |
εν αναμονή(με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los empleados estaban suspendidos a la espera de una investigación del accidente. Οι υπάλληλοι τέθηκαν σε διαθεσιμότητα εν αναμονή της έρευνας για το περιστατικό. |
επιφυλάσσω(κτ σε κπ, κτ για κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esperemos a ver qué tiene preparado para nosotros el año próximo. Ας περιμένουμε να δούμε τι μας επιφυλάσσουν τα επόμενα χρόνια. |
βάζω στη αναμονήlocución verbal (τηλέφωνο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando el departamento de atención al cliente te deja en espera, ponen música muy irritante. |
περίμενε ένα λεπτόlocución interjectiva (AR, BO, coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Espéreme un cachito que tengo que apagar las luces. |
καθυστερώ, κρατώ σε αναμονή
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿No estás listo todavía? Nos estás retrasando a todos. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του espera στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του espera
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.