Τι σημαίνει το change into στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης change into στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του change into στο Αγγλικά.

Η λέξη change into στο Αγγλικά σημαίνει αλλάζω, αλλάζω, μεταμορφώνομαι σε κπ/κτ, αλλάζω, αλλάζω, αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, ψιλά, αλλαγή, αλλαγή, αλλαγή, αλλαγή, αλλαξιά, εμμηνόπαυση, κάνω μετεπιβίβαση, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, βάζω, αλλάζω, μετατρέπω, κάνω ψιλά, κάνω λιανά, χαλάω, αλλάζω, αλλάζω, αντικαθιστώ κτ με κτ, βάζω χαμηλότερη ταχύτητα, αλλάζω θέσεις, ανεβάζω ταχύτητα, υπόκειμαι σε μεταβολές, υπόκειμαι σε αλλαγές, υπόκειμαι σε τροποποιήσεις, ανταλλακτήριο συναλλάγματος, αλλάζω θέση σε κτ, αλλαγή, κοκκινίζω, χλωμιάζω, αλλάζω δρόμο, αλλάζω πορεία, αλλάζω κατεύθυνση, βελτίωση,καλυτέρευση, βελτιώνομαι, αλλάζω ταχύτητα, αλλάζω χέρια, αλλάζω από χέρι σε χέρι, αλλάζω ιδιοκτήτη, κατάλογος αλλαγών, μηχάνημα που δίνει ψιλά, αλλαγή άποψης, αλλαγή γνώμης, αλλαγή γνώμης, αλλαγή παραστάσεων, αλλαγή καριέρας, αλλαγή σκηνικού, αλλαγή τόπου διεξαγωγής, αλλαγή τόπου εκδίκασης, αλλάζω ιδιοκτήτη, αλλάζω θέση, αλλάζω θέση με κπ, αλλάζω ρόλους, αντιστρέφω τους ρόλους, αλλάζω θέση με κπ, αλλάζω πόστο, παίρνω το μέρος άλλου, αλλάζω προσέγγιση, αλλάζω τακτική, αλλάζω θέμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εκσυγχρονίζομαι, αλλάζω γνώμη, αλλάζω γνώμη, αλλάζω, κλιματική αλλαγή, με το ακριβές ποσό σε κέρματα, τσάντα αλλαγής, ψιλά, για αλλαγή, σταδιακή αλλαγή, αλλάζω γνώμη, τα ρέστα δικά σου, ψιλά, κάνω μια αλλαγή, κάνω μια ευχάριστη αλλαγή, γρήγορη αλλαγή απόφασης, ριζική αλλαγή, αλλαγή που γίνεται ενώ έχει ξεκινήσει η παραγωγή, ριζική αλλαγή, αλλαγή λόγω της θάλασσας, αλλαγή φύλου, εγχείρηση αλλαγής φύλου, δίνω λάθος ρέστα, εξαπατώ, ψιλά, ψιλά, που μπορεί ν' αλλάξει χωρίς προειδοποίηση, ξαφνική, απότομη αλλαγή, σημαντικές αλλαγές, σαρωτικές αλλαγές, αλλαγή ώρας, ολοκληρωτική αλλαγή, υποβάλλομαι σε κάποια αλλαγή, αλλάζω, μεταμορφώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης change into

αλλάζω

transitive verb (alter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna wants to change the agreement.
Η Άννα θέλει να αλλάξει τη συμφωνία.

αλλάζω

transitive verb (transform) (μεταλλάσσομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Throughout history, men haven't changed their true nature at all.
Καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του, ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει καθόλου την αληθινή του φύση.

μεταμορφώνομαι σε κπ/κτ

(be transformed)

The larva changed into an adult.

αλλάζω

transitive verb (clothes) (ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to change my clothes.
Πρέπει να αλλάξω ρούχα.

αλλάζω

transitive verb (exchange, swap) (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The two passengers want to change seats with each other.
Οι δύο επιβάτες θέλουν να ανταλλάξουν θέσεις.

αλλαγή

noun (alteration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The parties made a change to the contract.
Οι συμβαλλόμενοι έκαναν μια αλλαγή στο συμβόλαιο.

μεταβολή

noun (variation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scientists observed a change in the sensor data.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν μια μεταβολή στα δεδομένα του αισθητήρα.

ρέστα

noun (uncountable (money exchange) (χρήματα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Do you have change for a fifty-dollar bill?
Έχεις ρέστα για χαρτονόμισμα των πενήντα δολαρίων;

ψιλά

noun (uncountable (coins) (κέρματα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Gus keeps a lot of change in his pocket.
Ο Γκας έχει πάντα ψιλά στην τσέπη του.

αλλαγή

noun (act of changing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The change in the weather occurred over night.

αλλαγή

noun (substitution)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The coach asked for a change of player.

αλλαγή

noun (novelty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The new procedures were quite a change compared with the old way.
Οι νέες διαδικασίες ήταν σημαντική αλλαγή σε σύγκριση με την παλιά μέθοδο.

αλλαγή

noun (music: altered tonality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This song has a lot of key changes for the pianist.

αλλαξιά

noun (clothes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary was going straight out after work, so she took a change of outfit with her to the office.

εμμηνόπαυση

noun (informal (menopause)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Weight gain is common among women who are going through the change.

κάνω μετεπιβίβαση

intransitive verb (transportation: trains, planes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to change at Kings Cross Station.

αλλάζω

intransitive verb (become different)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Everyone changes as they get older. Audrey knew something had changed, but she wasn't sure what it was.

αλλάζω

intransitive verb (voice: deepen, break)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Larry's voice changed as he went through puberty.

αλλάζω

intransitive verb (put on different clothes) (βάζω άλλα ρούχα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's cold outside. You should change.

βάζω

(switch vehicle gears) (ταχύτητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On the hill, change into second gear.

αλλάζω, μετατρέπω

transitive verb (exchange currency)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I want to change these dollars for euros.

κάνω ψιλά, κάνω λιανά

transitive verb (get smaller money)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You should change your bills for coins.

χαλάω, αλλάζω

transitive verb (give smaller money) (δίνω μικρότερα νομίσματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you change a fiver?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχετε ρέστα από κατοστάρικο; Δυστυχώς δεν έχω να σας δώσω πιο ψιλά.

αλλάζω

transitive verb (change for [sth] new or clean)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Change the bed linen at least once a week.

αντικαθιστώ κτ με κτ

(exchange, switch)

Don't forget to change your winter clothes for lightweight ones before you depart.
Μην ξεχάσεις να αντικαταστήσεις τα χειμωνιάτικα ρούχα σου με άλλα ελαφρά πριν αναχωρήσεις.

βάζω χαμηλότερη ταχύτητα

phrasal verb, intransitive (vehicle: shift to lower gear) (οδήγηση οχήματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλάζω θέσεις

phrasal verb, intransitive (switch)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I work until midnight for a week and then I change over to the morning shift.

ανεβάζω ταχύτητα

phrasal verb, intransitive (vehicle: shift to higher gear) (ΗΒ,αυτοκίνητο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the car goes faster you need to change up to prevent the engine revving excessively.

υπόκειμαι σε μεταβολές, υπόκειμαι σε αλλαγές, υπόκειμαι σε τροποποιήσεις

intransitive verb (be liable to vary)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The marriage laws are subject to change.

ανταλλακτήριο συναλλάγματος

noun (currency exchange service)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
You will find a bureau de change at large airports.

αλλάζω θέση σε κτ

(rearrange [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can change around the icons on your computer to make them more convenient. The coach changed the players around to balance out the teams.

αλλαγή

noun (rearrangement, shift)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The change around in the team's coaching has helped them win many more games this year.

κοκκινίζω

(blush)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χλωμιάζω

(become pale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αλλάζω δρόμο, αλλάζω πορεία, αλλάζω κατεύθυνση

verbal expression (alter one's direction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The ship changed course and headed for Durban.

βελτίωση,καλυτέρευση

noun (improvement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her lovely, new hair style is definitely a change for the better.
Η ωραία, νέα της κόμμωση είναι οπωσδήποτε μια βελτίωση (or: καλυτέρευση).

βελτιώνομαι

verbal expression (improve)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her life has changed for the better since she moved here.
Η ζωή της έχει βελτιωθεί από τότε που μετακόμισε εδώ.

αλλάζω ταχύτητα

(vehicle: change transmission level)

αλλάζω χέρια

intransitive verb (be exchanged)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλλάζω από χέρι σε χέρι

intransitive verb (use your other hand)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I get tired of scrubbing with my right hand, I change hands and start scrubbing with my left.

αλλάζω ιδιοκτήτη

(pass into possession of another)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That old car has changed hands seven times since it was new.

κατάλογος αλλαγών

noun (computing: listing project changes)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μηχάνημα που δίνει ψιλά

noun (machine that dispenses coins)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They've just installed change machines at the car wash.

αλλαγή άποψης, αλλαγή γνώμης

noun (reversal of an attitude or feeling)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I don't know what has brought about his change of heart, but Reza now says he'd love to come to France with me.

αλλαγή γνώμης

noun (reversal of decision)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's had a change of mind and now says she won't marry me.

αλλαγή παραστάσεων

noun (figurative (refreshing deviation from the usual) (μεταφορικά: τοποθεσία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The water fight was a wonderful change of pace after working in the garden. Tonight's dinner is a welcome change of pace from the usual meat and potatos.
Το μπουγέλωμα ήταν μια ευχάριστη αλλαγή μετά τις δουλειές στον κήπο.

αλλαγή καριέρας

noun (retraining for new career)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I've had a change of profession: I used to be a bookmaker, but now I'm an ordinary accountant.

αλλαγή σκηνικού

noun (figurative (refreshing deviation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jake was looking for a change of scene, and decided to apply for a job abroad.

αλλαγή τόπου διεξαγωγής

noun (new or different place or setting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The change of venue meant we held the meeting in the town hall, rather than in the new school.

αλλαγή τόπου εκδίκασης

noun (law: moving location of a trial) (νομικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The defence lawyers asked for a change of venue because they feared the pre-trial publicity had tainted the local jury pool.

αλλάζω ιδιοκτήτη

(become property of [sb] new)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We saw a big improvement in the property next door when it changed ownership.

αλλάζω θέση

(swap positions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The photographer asked the two children to change places before he took the picture.

αλλάζω θέση με κπ

verbal expression (swap positions with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kathy changed places with Jim so that she could sit by the window.

αλλάζω ρόλους, αντιστρέφω τους ρόλους

(exchange roles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The couple changed places, with Dan becoming a house husband and Sally going out to work.

αλλάζω θέση με κπ

verbal expression (exchange roles with) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If parents and children could change places with each other, it would be a real eye opener.

αλλάζω πόστο

(sport: to other end of pitch) (σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When it was time to change sides my team had the disadvantage of the setting sun shining right into our eyes.

παίρνω το μέρος άλλου

(switch allegiance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quian Lo lost the battle because many of his troops changed sides in the middle and joined the enemy.

αλλάζω προσέγγιση, αλλάζω τακτική

(figurative (try a different approach)

αλλάζω θέμα

verbal expression (start talking about [sth] else)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's change the subject and talk about something less depressing.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (baseball: slower pitch)

The pitcher's change-up came across home plate 20 miles per hour slower than his fastball.
Η πιο αργή μπαλιά του ρίπτη ήρθε στην αρχική βάση κατά 20 μίλια την ώρα πιο αργά από τη γρήγορη μπαλιά του.

εκσυγχρονίζομαι

verbal expression (modernize)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've told my parents that it is time to change with the times and start tweeting and skyping!

αλλάζω γνώμη

verbal expression (reverse your decision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I changed my mind and decided to go to the party after all.

αλλάζω γνώμη

verbal expression (change opinion)

αλλάζω

verbal expression (informal (keep changing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κλιματική αλλαγή

noun (global warming)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Scientists believe that climate change may be responsible for larger and more frequent storms.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να ευθύνεται για τις ισχυρότερες και πιο συχνές καταιγίδες.

με το ακριβές ποσό σε κέρματα

noun (exact sum required in coins)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I always try to pay with correct change when I have a lot of extra coins.

τσάντα αλλαγής

noun (tote for nappies) (τα απαραίτητα του μωρού)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Now mothers can buy fashionable diaper bags that look like purses.

ψιλά

noun (coins to a precise amount)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
You must pay your bus fare with exact change.
Δυστυχώς δεν έχω αρκετά ψιλά, θα πρέπει να μου δώσετε ρέστα από δεκάευρο.

για αλλαγή

adverb (contrary to the norm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's nice to see her smile for a change.

σταδιακή αλλαγή

noun (slow transformation or alteration)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Darwin's theory of evolution based on gradual change stood in marked contrast to the creationist ideas that were prevalent at the time.

αλλάζω γνώμη

verbal expression (go against your previous decision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She's had a change of heart and is inviting her sister after all.

τα ρέστα δικά σου

verbal expression (paying: keep the extra)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψιλά

noun (small amount of coins)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Alan had some loose change in his pocket.

κάνω μια αλλαγή

verbal expression (amend [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω μια ευχάριστη αλλαγή

verbal expression (be pleasantly unusual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γρήγορη αλλαγή απόφασης

noun (about-face)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The quick change of opinion was brought about by the discovery of compromising documents.

ριζική αλλαγή

noun (fundamental or drastic revision)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλλαγή που γίνεται ενώ έχει ξεκινήσει η παραγωγή

noun (alteration made to [sth] midway)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Children couldn't unwrap the toys, so the manufacturer made a running change in the packaging.

ριζική αλλαγή

noun (figurative (major transformation)

αλλαγή λόγω της θάλασσας

noun (transformation caused by sea)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλαγή φύλου

noun (dated (gender reassignment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Derek underwent a sex change last year.

εγχείρηση αλλαγής φύλου

noun (dated (gender reassignment surgery)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Sam underwent a sex-change operation to change from a man to a woman.

δίνω λάθος ρέστα

transitive verb (return insufficient money to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαπατώ

transitive verb (informal, figurative (cheat out of [sth], deprive of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψιλά

noun (loose coins)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ψιλά

noun (figurative (inconsequential amount of money) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

που μπορεί ν' αλλάξει χωρίς προειδοποίηση

adjective (liable to vary without warning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tour prices are subject to change without notice due to currency fluctuations.

ξαφνική, απότομη αλλαγή

noun (abrupt difference)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a sudden change in his manner when his mother arrived.

σημαντικές αλλαγές

noun (often plural (far-reaching amendments)

The banking system should undergo sweeping changes.

σαρωτικές αλλαγές

noun (often plural (dramatic transformation)

Obama hopes to bring about sweeping change in the US healthcare system.

αλλαγή ώρας

noun (seasonal adjustment of clocks)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Every fall there's a time change.

ολοκληρωτική αλλαγή

noun (transformation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποβάλλομαι σε κάποια αλλαγή, αλλάζω, μεταμορφώνομαι

verbal expression (be transformed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When a woman hits menopause, her body will undergo a major change.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του change into στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.