Τι σημαίνει το become στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης become στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του become στο Αγγλικά.
Η λέξη become στο Αγγλικά σημαίνει γίνομαι, γίνομαι, ταιριάζω σε κπ, ταιριάζω, απογίνομαι, που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί, μου γίνεται συνήθεια, γίνομαι μέλος, γίνομαι μέλος, συνηθίζω σε κτ, συνηθίζω να κάνω κτ, γνωρίζω, εξοικειώνομαι με κτ, επιδεινώνομαι, χειροτερεύω, εξοργίζομαι, νευριάζω, δένομαι, αντιλαμβάνομαι, ταράζομαι, αναστατώνομαι, ενθουσιάζομαι, διεγείρομαι, γίνομαι της μόδας, γίνομαι φίλος, αρρωσταίνω, δημοσιοποιούμαι, γνωστοποιούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης become
γίνομαιintransitive verb (grow to be [sth], [sb]) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) That client is becoming quite a problem. Αυτός ο πελάτης εξελίσσεται σε μεγάλο πρόβλημα. |
γίνομαιtransitive verb (change into [sth], [sb]) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) The caterpillar became a moth. Η κάμπια μεταμορφώθηκε σε νυχτοπεταλούδα. |
ταιριάζω σε κπtransitive verb (be appropriate, suitable) It doesn't become someone in your position to behave in that way. Δεν είναι πρέπον για κάποιον με τη δική σου θέση να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο. |
ταιριάζωtransitive verb (formal (suit, look good on [sb]) (σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Your new suit becomes you very well. Το νέο σου κοστούμι σου πηγαίνει πολύ. |
απογίνομαιphrasal verb, transitive, inseparable (happen to [sb], [sth]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Whatever became of Joe Hill? Do you know where he is now? Τι να απέγινε ο Τζο Χιλ; Ξέρεις πού βρίσκεται τώρα; |
που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβείverbal expression (on the point of being) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She is about to become the youngest scientist to win the Nobel Prize. Πρόκειται να γίνει η νεώτερη επιστήμονας που θα κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ. |
μου γίνεται συνήθειαverbal expression ([sth] grows accustomed, routine) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They say if you do something for fourteen days in a row, it becomes a habit. |
γίνομαι μέλοςverbal expression (join a group, club) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
γίνομαι μέλοςverbal expression (join: a group, club) (με γενική ή σε κτ) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
συνηθίζω σε κτverbal expression (become familiar with [sth]) |
συνηθίζω να κάνω κτverbal expression (become used to doing [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γνωρίζωverbal expression (get to know [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I first became acquainted with Arthur about five years ago. |
εξοικειώνομαι με κτverbal expression (figurative (familiarize yourself with [sth]) It takes some time to become acquainted with the rules of the game. |
επιδεινώνομαι, χειροτερεύω(situation: worsen) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Relations between the two countries became aggravated after Congress voted to impose sanctions. |
εξοργίζομαι, νευριάζω(informal (person: get irritated) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The negotiator became aggravated when the gunman insulted his mother. |
δένομαιverbal expression (figurative (grow fond of) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) At first I didn't like him, but I've since become really attached to that dog. Στην αρχή δεν το συμπαθούσα, αλλά πλέον έχω δεθεί πολύ με αυτό το σκυλί. |
αντιλαμβάνομαιverbal expression (notice) (κπ που κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sheila became aware of someone following her. |
ταράζομαι, αναστατώνομαι(get agitated) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The crowd became excited when the criminal appeared. |
ενθουσιάζομαι(get enthused) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διεγείρομαι(get aroused sexually) (σεξουαλικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γίνομαι της μόδαςverbal expression (grow popular) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After the queen wore a mauve-colored dress, the new color became fashionable throughout the country. |
γίνομαι φίλοςverbal expression (develop an amicable relationship) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) We started out hating each other, but over time we became friends. Αρχικά μισούσαμε ο ένας τον άλλο, αλλά με τον καιρό γίναμε φίλοι. |
αρρωσταίνω(get sick, fall unwell) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After eating the fish, she immediately became ill and had to go home. |
δημοσιοποιούμαι, γνωστοποιούμαιverbal expression (come to be known by all) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The comedian was afraid that if her sexual orientation became public, her career might suffer. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του become στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του become
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.