Τι σημαίνει το channel στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης channel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του channel στο Αγγλικά.

Η λέξη channel στο Αγγλικά σημαίνει κανάλι, κανάλι, αυλάκι, κανάλι, μεταφέρω, δίκτυο, κανάλι, έρχομαι σε ανώτερη επικοινωνία με, κομιστικό κανάλι, ραδιοφωνικό, τηλεοπτικό κανάλι, ζάπινγκ, πέρασμα του καναλιού της Μάγχης, Αγγλονορμανδικές Νήσοι, Νήσοι της Μάγχης, σήραγγα της Μάγχης, κάνω ζάπινγκ, σύστημα διανομής, Μάγχη, με πολλά κανάλια, ειδησεογραφικό κανάλι, δίκτυο πωλήσεων, κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων, τηλεοπτικός σταθμός, τηλεοπτικό κανάλι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης channel

κανάλι

noun (UK (TV station) (τηλεόρασης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This channel shows mostly history documentaries.
Αυτό το κανάλι προβάλλει κυρίως ιστορικά ντοκιμαντέρ.

κανάλι

noun (waterway)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The river flows through two channels to the sea.
Το ποτάμι βγαίνει μέσω δύο καναλιών στη θάλασσα.

αυλάκι

noun (groove)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Erosion carved channels down the mountainside.
Η διάβρωση δημιούργησε αυλάκια στη βουνοπλαγιά.

κανάλι

noun (mode of communication)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Military communication must pass through the proper channels.
Η στρατιωτική επικοινωνία πρέπει να περάσει από τους σωστούς διαύλους.

μεταφέρω

transitive verb (deliver)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They channelled drugs through the border city.
Μετέφεραν ναρκωτικά μέσω της πόλης κοντά στα σύνορα.

δίκτυο, κανάλι

noun (business)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They sold products through the direct marketing channel.

έρχομαι σε ανώτερη επικοινωνία με

transitive verb (figurative (paranormal: be a conduit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I feel like I am channeling my grandmother when I cook.

κομιστικό κανάλι

noun (telecommunications: carries data) (τηλεπικοινωνίες)

ραδιοφωνικό, τηλεοπτικό κανάλι

noun (TV, radio station)

The broadcast channel that makes "Eastenders" is closing this year.

ζάπινγκ

noun (informal (browsing TV stations)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πέρασμα του καναλιού της Μάγχης

noun (UK, informal (UK to France)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Αγγλονορμανδικές Νήσοι, Νήσοι της Μάγχης

plural noun (isles in English Channel) (λόγιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our company has a subsidiary in the Channel Islands which serves as an offshore tax shelter.

σήραγγα της Μάγχης

noun (tunnel under the English Channel)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The Channel Tunnel is an alternative to taking the ferry.

κάνω ζάπινγκ

intransitive verb (informal (change TV channels)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύστημα διανομής

noun (trade: retailer) (εμπόριο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Μάγχη

noun (waterway in Europe)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
The English Channel is one of the most heavily trafficked waterways in the world.
Η Μάγχη είναι ένα από τα κανάλια με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στον κόσμο.

με πολλά κανάλια

adjective (with many TV, etc., channels)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ειδησεογραφικό κανάλι

noun (tv station devoted to news coverage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I watch a 24-hour news channel to keep up with current affairs.

δίκτυο πωλήσεων

noun (means of selling [sth], outlet)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων

noun (television station used to sell goods)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τηλεοπτικός σταθμός

noun (TV station)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I can't stand the silly stuff they show on that television channel.

τηλεοπτικό κανάλι

noun (informal, abbreviation (television station)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's sad when you flip through 200 TV channels and can't find anything to watch.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του channel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του channel

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.