Τι σημαίνει το changing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης changing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του changing στο Αγγλικά.

Η λέξη changing στο Αγγλικά σημαίνει μεταβλητός, αλλάζω, αλλάζω, μεταμορφώνομαι σε κπ/κτ, αλλάζω, αλλάζω, αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, ψιλά, αλλαγή, αλλαγή, αλλαγή, αλλαγή, αλλαξιά, εμμηνόπαυση, κάνω μετεπιβίβαση, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, βάζω, αλλάζω, μετατρέπω, κάνω ψιλά, κάνω λιανά, χαλάω, αλλάζω, αλλάζω, αντικαθιστώ κτ με κτ, χαλάκι αλλαξιέρας, αποδυτήρια, δοκιμαστήριο, αλλαξιέρα, τσάντα αλλαγής, που αλλάζει διαρκώς, καθοριστικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης changing

μεταβλητός

adjective (that varies) (μπορεί να αλλάξει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's impossible to predict the changing schedule.
Είναι αδύνατο να κάνουμε προβλέψεις όσον αφορά το μεταβαλλόμενο πρόγραμμα.

αλλάζω

transitive verb (alter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna wants to change the agreement.
Η Άννα θέλει να αλλάξει τη συμφωνία.

αλλάζω

transitive verb (transform) (μεταλλάσσομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Throughout history, men haven't changed their true nature at all.
Καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του, ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει καθόλου την αληθινή του φύση.

μεταμορφώνομαι σε κπ/κτ

(be transformed)

The larva changed into an adult.

αλλάζω

transitive verb (clothes) (ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to change my clothes.
Πρέπει να αλλάξω ρούχα.

αλλάζω

transitive verb (exchange, swap) (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The two passengers want to change seats with each other.
Οι δύο επιβάτες θέλουν να ανταλλάξουν θέσεις.

αλλαγή

noun (alteration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The parties made a change to the contract.
Οι συμβαλλόμενοι έκαναν μια αλλαγή στο συμβόλαιο.

μεταβολή

noun (variation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scientists observed a change in the sensor data.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν μια μεταβολή στα δεδομένα του αισθητήρα.

ρέστα

noun (uncountable (money exchange) (χρήματα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Do you have change for a fifty-dollar bill?
Έχεις ρέστα για χαρτονόμισμα των πενήντα δολαρίων;

ψιλά

noun (uncountable (coins) (κέρματα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Gus keeps a lot of change in his pocket.
Ο Γκας έχει πάντα ψιλά στην τσέπη του.

αλλαγή

noun (act of changing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The change in the weather occurred over night.

αλλαγή

noun (substitution)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The coach asked for a change of player.

αλλαγή

noun (novelty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The new procedures were quite a change compared with the old way.
Οι νέες διαδικασίες ήταν σημαντική αλλαγή σε σύγκριση με την παλιά μέθοδο.

αλλαγή

noun (music: altered tonality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This song has a lot of key changes for the pianist.

αλλαξιά

noun (clothes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary was going straight out after work, so she took a change of outfit with her to the office.

εμμηνόπαυση

noun (informal (menopause)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Weight gain is common among women who are going through the change.

κάνω μετεπιβίβαση

intransitive verb (transportation: trains, planes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to change at Kings Cross Station.

αλλάζω

intransitive verb (become different)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Everyone changes as they get older. Audrey knew something had changed, but she wasn't sure what it was.

αλλάζω

intransitive verb (voice: deepen, break)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Larry's voice changed as he went through puberty.

αλλάζω

intransitive verb (put on different clothes) (βάζω άλλα ρούχα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's cold outside. You should change.

βάζω

(switch vehicle gears) (ταχύτητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On the hill, change into second gear.

αλλάζω, μετατρέπω

transitive verb (exchange currency)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I want to change these dollars for euros.

κάνω ψιλά, κάνω λιανά

transitive verb (get smaller money)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You should change your bills for coins.

χαλάω, αλλάζω

transitive verb (give smaller money) (δίνω μικρότερα νομίσματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you change a fiver?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχετε ρέστα από κατοστάρικο; Δυστυχώς δεν έχω να σας δώσω πιο ψιλά.

αλλάζω

transitive verb (change for [sth] new or clean)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Change the bed linen at least once a week.

αντικαθιστώ κτ με κτ

(exchange, switch)

Don't forget to change your winter clothes for lightweight ones before you depart.
Μην ξεχάσεις να αντικαταστήσεις τα χειμωνιάτικα ρούχα σου με άλλα ελαφρά πριν αναχωρήσεις.

χαλάκι αλλαξιέρας

noun (to change diaper)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αποδυτήρια

noun (sport: area for changing clothes)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The team left the changing room in chaos after celebrating their victory.
Η αποχώρηση της ομάδας από τα αποδυτήρια ήταν χαοτική μετά τον εορτασμό της νίκης.

δοκιμαστήριο

noun (clothing shop: fitting room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Minna went to the changing room to try on a skirt.
Η Μίνα πήγε να δοκιμάσει μια φούστα στο δοκιμαστήριο.

αλλαξιέρα

noun (for changing diaper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσάντα αλλαγής

noun (tote for nappies) (τα απαραίτητα του μωρού)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Now mothers can buy fashionable diaper bags that look like purses.

που αλλάζει διαρκώς

adjective (variable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Online news sites enable us to keep up with our ever-changing world.

καθοριστικός

adjective (having major impact on [sb])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Volunteering in Central America was a life-changing experience for me.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του changing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του changing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.