Τι σημαίνει το chat στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chat στο Αγγλικά.

Η λέξη chat στο Αγγλικά σημαίνει κουβεντιάζω, συνομιλώ, κάνω τσατ, κουβέντα, τσατ, πιάνω την κουβέντα για να φλερτάρω, κουβεντιάζω, συζητάω, συζητώ, εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων, ατάκα, ψιλοκουβεντούλα, κουβεντούλα, φιλική συζήτηση, φιλική κουβέντα, κουβεντιάζω, τοκ σόου, τσατ, chat. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chat

κουβεντιάζω, συνομιλώ

intransitive verb (talk lightly) (ελαφριά συζήτηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
People chatted before the meeting began.
Οι άνθρωποι κουβέντιαζαν πριν ξεκινήσει η συνάντηση.

κάνω τσατ

intransitive verb (talk online)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Teenagers chat on their computers.
Οι έφηβοι κάνουν τσατ στους υπολογιστές τους.

κουβέντα

noun (casual talk)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ladies had a nice chat.

τσατ

noun (online conversation)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Should we start a chat among the three of us?

πιάνω την κουβέντα για να φλερτάρω

phrasal verb, transitive, separable (UK, informal (try to seduce [sb]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When he goes to restaurants, he always tries to chat up the waitresses.
Όταν πάει σε εστιατόριο, πάντα προσπαθεί να πιάσει την κουβέντα με τις σερβιτόρες για να τις φλερτάρει.

κουβεντιάζω, συζητάω, συζητώ

verbal expression (converse enthusiastically)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two elderly ladies were soon chatting away happily as though they had known each other all their lives.

εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων

noun (internet conversation site)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We met in a chatroom for singles, and later began dating.

ατάκα

noun (UK, informal ([sth] said to seduce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boy tried to gain the girl's attention with his chat-up lines.

ψιλοκουβεντούλα, κουβεντούλα

noun (informal (informal conversation) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Shh, you two! Your incessant chit-chat is unbearable!
Σουτ, εσείς οι δύο! Το ασταμάτητο μπίρι-μπίρι σας είναι ανυπόφορο!

φιλική συζήτηση, φιλική κουβέντα

noun (informal conversation) (ανεπίσημη συζήτηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her boss asked her into his office for "a friendly chat", but she knew she was in trouble!

κουβεντιάζω

verbal expression (converse at length)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I had a good chat with an old friend down at the market yesterday. They hadn't seen each other for years and welcomed the chance to have a good chat.
Χτες τα είπαμε με έναν παλιό φίλο στην αγορά. Είχαν χρόνια να ειδωθούν και χάρηκαν που είχαν την ευκαιρία να τα πουν.

τοκ σόου

noun (TV interview programme)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τσατ, chat

noun (typed online conversation)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.