Τι σημαίνει το chase στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chase στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chase στο Αγγλικά.
Η λέξη chase στο Αγγλικά σημαίνει κυνηγάω, κυνηγώ, κυνήγι, χαράσσω, χαράζω, κυνηγώ, επιδιώκω να αποκτήσω, ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες, διώχνω, ελέγχω, καταδίωξη, κυνηγώ κορίτσια, τρέπω σε φυγή, εκδιώκω, τρομάζω, ξεφορτώνομαι, διώχνω, μπαίνω στο ψητό, κυνηγάω, κυνηγώ, ψάχνω βελόνα στα άχυρα, κυνήγι του θησαυρού, ο αγώνας να πάρω ένα χαρτί, η ενασχόληση με τη σύνταξη εκθέσεων ή εργασιών, -. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chase
κυνηγάω, κυνηγώtransitive verb (pursue) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The dogs chased the rabbit. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αστυνομία καταδίωξε τον δραπέτη. |
κυνήγιnoun (figurative (pursuit) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The team is in a chase for the championship. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η καταδίωξη του ληστή ήταν εύκολη υπόθεση για τους αστυφύλακες. |
χαράσσω, χαράζωtransitive verb (metal: engrave) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yvonne is chasing the beautiful silver ring she is making. Η Ιβόν χαράζει το όμορφο ασημένιο δαχτυλίδι που φτιάχνει. |
κυνηγώ, επιδιώκω να αποκτήσωphrasal verb, transitive, inseparable (pursue [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police chased after the burglar and caught him in my neighbour's garden. Η αστυνομία κυνήγησε τον διαρρήκτη και τον έπιασε στον κήπο της γειτόνισσάς μου. |
ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρεςphrasal verb, transitive, inseparable (seek [sth] unrealistic) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John is rather homely, but he's always chasing after the pretty girls. Ο Τζον είναι μάλλον άσχημος, αλλά πάντα ψάχνει μάταια για όμορφα κορίτσια. |
διώχνωphrasal verb, transitive, separable (figurative (force to leave) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The wife's scoldings chased the husband out of the house. |
ελέγχωphrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (check, assist progress) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Those books should have arrived yesterday; could you please chase the order? |
καταδίωξηnoun (pursuit by vehicle) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κυνηγώ κορίτσιαverbal expression (informal (try to seduce young women) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ron seems to spend most of his time chasing after girls. |
τρέπω σε φυγή, εκδιώκω(shoo) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chase away that dog before it eats your food. Πρέπει να τρέψεις σε φυγή τον σκύλο πριν να φάει το γεύμα σου. |
τρομάζω(scare into running away) (κπ και τον κάνω να φύγει) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεφορτώνομαι, διώχνω(figurative (banish, get rid of) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It was a good luck charm to chase away nightmares. Το να ξεφορτωθείς τους εφιάλτες σου είναι γούρι. |
μπαίνω στο ψητόverbal expression (figurative, informal (get to the point) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κυνηγάω, κυνηγώ(pursue, run after [sb], [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The dogs gave chase. |
ψάχνω βελόνα στα άχυραverbal expression (figurative, informal (search in vain for [sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κυνήγι του θησαυρούnoun (game) (παιχνίδι) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The children were playing hare and hounds in the playground. |
ο αγώνας να πάρω ένα χαρτίnoun (figurative (effort to earn diploma or degree) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
η ενασχόληση με τη σύνταξη εκθέσεων ή εργασιώνnoun (figurative (writing reports or assignments) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
-noun (figurative, informal (pointless search) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The sheriff was sent on a wild goose chase to find the fugitive. Trying to find the missing papers turned out to be a wild-goose chase. Έστειλαν τον σερίφη να βρει τον δραπέτη αν και ήταν μάταιο. Το να προσπαθήσω να βρω τα χαρτιά αποδείχτηκε ότι ήταν σαν να ψάχνω ψύλλους στα άχυρα. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chase στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του chase
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.