Τι σημαίνει το talk στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης talk στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του talk στο Αγγλικά.

Η λέξη talk στο Αγγλικά σημαίνει μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, μιλάω με κπ, μιλάω, μιλάω, ομιλία, συζήτηση, συζήτηση, ομιλία, κουτσομπολιό, λόγια, συζήτηση, διαπραγμάτευση, μιλάω, κουτσομπολεύω, μιλάω, μιλάω, μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, παραμιλάω, παραμιλώ, πείθω, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω όλο τον, αντιμιλώ, μιλάω πατροναριστικά σε κπ, μιλώ υποτιμητικά για κτ, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, λύνω κτ μέσω της συζήτησης, μιλώ πιο δυνατά από κάποιον άλλο, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, καθοδηγώ κπ σε κτ, μιλώ πιο δυνατά, εκθειάζω, ομιλία των μωρών, μωρουδιακά, μπεμπεκίστικα, αντιμιλώ, αντιμιλώ, μεγάλα λόγια, παρεμβολή, κουβέντα, κουβεντούλα, έξυπνος διάλογος, βρομόλογα, υπεκφυγή, μισόλογα, βγάζω λόγο, πραγματοποιώ ομιλία, κάνω μια κουβέντα, κάνω μια κουβεντούλα, συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπ, ακούω, ακούω ότι/πως, εμπιστευτική συζήτηση, ανούσιες κουβέντες, κατσάδα, πιάνω κουβέντα, εμψυχωτικός λόγος, κους-κους στο κρεββάτι, αρνούμαι να μιλήσω, αυτοδιάλογος, ψιλοκουβέντα, μιλώ με το στόμα γεμάτο, γλυκόλογα, πείθω με γλυκόλογα, πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα, κουβέντα την ώρα του φαγητού, μιλάω ακατάπαυστα, Μιλάμε για ...!, αναφέρομαι εμμέσως σε κτ, καυχιέμαι, κομπάζω, μιλώ πρόστυχα, πείθω, αποτρέπω, μεταπείθω, πείθω κπ για κτ, πείθω κπ να κάνει κτ, Εύκολο να το λες., λύνω κτ συζητώντας το, λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες, Κατά φωνή και ο διάολος, θέμα που συζητούν όλοι, αποτρέπω κπ από κτ, αποτρέπω κπ από το να κάνει κτ, φάσκω κι αντιφάσκω, λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες, συζητάω για τη δουλειά, μιλάω για τη δουλειά, τοκ σόου, τοκ σόου, φλυαρώ, συζητώ, μιλώ πολύ, μιλάω ειλικρινά, μιλάω ευθέως, ομιλία σε ομάδα, κάνω πράξη τα λεγόμενά μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης talk

μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ

(speak to, address)

She talks to her pets even though they can't respond.

μιλάω με κπ

(discuss [sth] with)

Can I talk with you a minute? I'll talk with my associates and get back to you.

μιλάω

(discuss) (για κάποιν/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We talked about the film we had just seen.
Μιλήσαμε για την ταινία που είχαμε μόλις δει.

μιλάω

intransitive verb (speak to one another)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm glad I bumped into you; can we talk?
Χαίρομαι που σε συνάντησα. Μπορούμε να μιλήσουμε;

ομιλία

noun (lecture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The talk concerned global warming.
Η ομιλία αφορούσε τη θέρμανση του πλανήτη.

συζήτηση

noun (conversation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their talk was about politics.
Η κουβέντα τους είχε θέμα την πολιτική.

συζήτηση

noun (topic of conversation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The political talk didn't interest me much, so I went outside.
Η πολιτική συζήτηση δε με ενδιέφερε πολύ, γιαυτό βγήκα έξω.

ομιλία

noun (way of speaking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her talk made it obvious that she was from New York.

κουτσομπολιό

noun (gossip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is too much talk in this town; people should mind their own business.

λόγια

noun (not action)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He is all talk and no action; don't expect that it will ever happen.

συζήτηση, διαπραγμάτευση

plural noun (negotiations)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The talks to end the war continued.

μιλάω

intransitive verb (informal (reveal secrets)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After four hours of interrogation, the witness finally talked.

κουτσομπολεύω

intransitive verb (gossip)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The old ladies love to talk. I would ignore them if I were you.

μιλάω

intransitive verb (give a lecture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The ambassador is going to talk at the university tonight.

μιλάω

intransitive verb (have power) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You know that money talks, don't you?

μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ

intransitive verb (address issue with [sb])

Vinnie's been giving you a hard time? Don't worry; I'll talk to him.

παραμιλάω, παραμιλώ

phrasal verb, intransitive (speak during sleep)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πείθω

phrasal verb, transitive, separable (persuade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I didn't really feel like going out, but my friends talked me round.

μιλάω ακατάπαυστα

phrasal verb, intransitive (talk nonstop)

μιλάω όλο τον

phrasal verb, transitive, separable (spend hours, day, night, etc. talking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιμιλώ

phrasal verb, intransitive (respond, retort)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't talk back to your parents!
Μην αντιμιλάς στους γονείς σου!

μιλάω πατροναριστικά σε κπ

(figurative (speak condescendingly to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I hate it when my teacher talks down to me.

μιλώ υποτιμητικά για κτ

phrasal verb, transitive, separable (UK, figurative (speak disparagingly of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The politician spends a lot of time talking down his rival's policies, but not much talking about his own.
Ο πολιτικός αφιερώνει πολύ χρόνο στο να μιλάει υποτιμητικά για την πολιτική του αντιπάλου του, αλλά όχι αρκετό στο να μιλάει για τη δική του.

συζητώ, κουβεντιάζω, λέω

phrasal verb, transitive, inseparable (discuss possibility of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They talk of invading that country.

συζητώ, κουβεντιάζω, λέω

phrasal verb, transitive, inseparable (speak about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συζητώ, κουβεντιάζω, λέω

phrasal verb, transitive, inseparable (speak publicly about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to talk on American literature next Thursday. The president introduced the first speaker, who was going to talk on price rises.
Θα πω για την Αμερικάνικη λογοτεχνία την επόμενη Πέμπτη. Ο πρόεδρος εισήγαγε τον πρώτο ομιλητή, ο οποίος θα συζητούσε για τις αυξήσεις στις τιμές.

λύνω κτ μέσω της συζήτησης

phrasal verb, transitive, separable (resolve through discussion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jen and her husband are seeing a counsellor to try and talk out their differences.

μιλώ πιο δυνατά από κάποιον άλλο

phrasal verb, transitive, inseparable (speak more loudly than)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I hate it when people talk over me at meetings. Quit trying to talk over me.

συζητώ, κουβεντιάζω, λέω

phrasal verb, transitive, separable (discuss)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's talk over your college plans.
Ας κουβεντιάσουμε για τα σχέδιά σου για το πανεπιστήμιο.

καθοδηγώ κπ σε κτ

phrasal verb, transitive, separable (guide through: a procedure, etc.)

μιλώ πιο δυνατά

phrasal verb, intransitive (informal (speak more loudly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκθειάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (promote)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ομιλία των μωρών

noun (infantile speech)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Linguists study baby talk to discover how we acquire language.

μωρουδιακά, μπεμπεκίστικα

noun (adult imitation) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
We never used baby talk when talking to our children.

αντιμιλώ

intransitive verb (make insolent retort)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντιμιλώ

transitive verb (make insolent retorts to [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't you dare backtalk me, young lady!
Μην τολμήσεις να μου αντιμιλήσεις, νεαρά!

μεγάλα λόγια

(bragging) (μεταφορικά)

παρεμβολή

noun (telephone, radio: interference)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουβέντα, κουβεντούλα

noun (chat, informal conversation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έξυπνος διάλογος

noun (UK (witty dialogue)

βρομόλογα

noun (slang (lewd sexual language) (καθομιλουμένη: ερωτικού περιεχομένου)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The couple enjoy dirty talk in the bedroom.

υπεκφυγή

noun (informal (ambiguous, evasive language)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All good politicians need to master the art of double-talk.
Όλοι οι καλοί πολιτικοί χρειάζεται να μάθουν την τέχνη της υπεκφυγής.

μισόλογα

noun (misleading language)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βγάζω λόγο, πραγματοποιώ ομιλία

verbal expression (conduct a speech or lecture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On Monday I have to give a talk about the work I did over the summer.

κάνω μια κουβέντα, κάνω μια κουβεντούλα

verbal expression (informal (discuss [sth] sensitive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Young lady, I think it's time you and I had a little talk.
Νεαρή μου, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να τα πούμε λιγάκι.

συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπ

verbal expression (discuss)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you want to renovate your kitchen, you should have a talk with my brother: he did it last year.

ακούω

verbal expression (hear a rumour)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They say they're still married but we have heard talk of a secret divorce.

ακούω ότι/πως

verbal expression (hear [sth] mentioned)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We hear talk that he keeps a mistress in Brooklyn.

εμπιστευτική συζήτηση

noun (sincere, frank discussion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You need to have a heart-to-heart talk with your son, or he'll soon be in trouble with the police.

ανούσιες κουβέντες

noun (gossip, rumour)

The two women made idle talk about friends and family.

κατσάδα

noun (informal, euphemism (reprimand or caution) (καθομιλουμένη, ευφημισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I think it's time we had a little talk about the way you've been acting lately.

πιάνω κουβέντα

verbal expression (chat, converse about trivial subjects) (έναρξη συζήτησης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm no good at making small talk at parties.

εμψυχωτικός λόγος

noun (motivating speech)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The manager gave the team a pep talk at half time.

κους-κους στο κρεββάτι

(conversation in bed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρνούμαι να μιλήσω

verbal expression (withhold information)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Despite spending hours being interrogated by the police, he refused to talk.

αυτοδιάλογος

noun (motivational thoughts, affirmations) (συνομιλία με τον εαυτό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ψιλοκουβέντα

noun (chitchat, trivial conversation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's no time for small talk - we have important business to discuss!
Δεν υπάρχει χρόνος για ψιλοκουβέντα. Έχουμε σοβαρά θέματα να συζητήσουμε!

μιλώ με το στόμα γεμάτο

verbal expression (talk while eating)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γλυκόλογα

noun (figurative, informal (cajolery, persuasion by flattery) (συχνά ρομαντικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Sweet talk will sometimes help you get what you want.

πείθω με γλυκόλογα

transitive verb (persuade by flattery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Whenever my daughter starts trying to sweet-talk me, I know she's after something.

πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα

verbal expression (persuade to do by flattery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She was unable to sweet-talk her teacher into giving her a better grade. She batted her eyes at me and then sweet-talked me into buying her a new pair of shoes.
Δεν κατάφερε να πείσει με γλυκόλογα τη δασκάλα της να της βάλει καλύτερο βαθμό. Μου έκανε ματάκια και μετά με έπεισε με γλυκόλογα να της αγοράσω ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια.

κουβέντα την ώρα του φαγητού

noun (informal mealtime chat)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μιλάω ακατάπαυστα

verbal expression (figurative, informal (speak rapidly and incessantly)

Μιλάμε για ...!

interjection (informal (expressing disgust or emphasis) (ειρωνικό, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Talk about a stupid thing to do! I can't believe you did that!
Μιλάμε για μεγάλη ανοησία! Δεν το πιστεύω ότι έκανες τέτοιο πράγμα!

αναφέρομαι εμμέσως σε κτ

(subject: discuss indirectly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to stop talking around the problem and tell your wife exactly what it is that's troubling you.

καυχιέμαι, κομπάζω

verbal expression (US, slang (boast)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He talks big, but he's not really such a great golfer.

μιλώ πρόστυχα

verbal expression (slang (use lewd sexual language)

I like it when you talk dirty to me.

πείθω, αποτρέπω, μεταπείθω

verbal expression (figurative (dissuade from)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The King's advisors tried to talk him down from his anger.

πείθω κπ για κτ

(persuade)

πείθω κπ να κάνει κτ

verbal expression (persuade to do [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She talked him into going to the cinema that night.
Τον έπεισε να πάνε κινηματογράφο εκείνο το βράδυ.

Εύκολο να το λες.

expression (Talk is too plentiful; act.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λύνω κτ συζητώντας το

verbal expression (resolve through discussion) (ένα πρόβλημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες

verbal expression (say [sth] meaningless or ill informed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stop talking nonsense – the capital of the USA is not Miami!

Κατά φωνή και ο διάολος

interjection ([sb] just mentioned arrives)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέμα που συζητούν όλοι

noun (what, who everyone is talking about)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αποτρέπω κπ από κτ

verbal expression (dissuade)

αποτρέπω κπ από το να κάνει κτ

verbal expression (dissuade from doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm trying to talk her out of leaving school at 16.

φάσκω κι αντιφάσκω

verbal expression (figurative (say contradictory things)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες

verbal expression (informal, UK (say [sth] nonsensical)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συζητάω για τη δουλειά, μιλάω για τη δουλειά

verbal expression (figurative (discuss work)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My co-worker and I talked shop for a while after dinner.

τοκ σόου

noun (TV or radio discussion programme)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The talk show host invited viewers to phone in with their opinions on the topic being discussed.
Ο παρουσιαστής του τοκ σόου κάλεσε τους θεατές να τηλεφωνήσουν για να πουν τη γνώμη τους για το θέμα που συζητούσαν.

τοκ σόου

noun (TV interview programme)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φλυαρώ

verbal expression (informal, figurative (talk a lot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't get Ray started; he'll talk the hind leg off a donkey, if you give him the chance.

συζητώ

(converse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μιλώ πολύ

verbal expression (speak excessively)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She talks too much … and most of what she says is rubbish.

μιλάω ειλικρινά, μιλάω ευθέως

verbal expression (US, figurative, informal (speak frankly and practically)

ομιλία σε ομάδα

noun (speech given to a group by leader or coach)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω πράξη τα λεγόμενά μου

verbal expression (figurative, informal (do as one preaches or boasts of doing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του talk στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του talk

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.