Τι σημαίνει το cheering στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cheering στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cheering στο Αγγλικά.

Η λέξη cheering στο Αγγλικά σημαίνει που ζητωκραυγάζει, εμψυχωτικός, γίνομαι τσιρλίντερ, επευφημώ, επευφημώ, επιδοκιμάζω, ζήτω, ευδιαθεσία, χαρά, στην υγειά μας, γεια μας, να 'σαι καλά, γεια, ποτό και φαγητό, είμαι μαζορέτα, είμαι τσιρλίντερ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cheering

που ζητωκραυγάζει

adjective (shouting encouragement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The fans' cheering shouts resonated throughout the stadium, encouraging the football players.

εμψυχωτικός

adjective (figurative (encouraging, supporting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The nurse's touch was cheering, and the old woman smiled gratefully.

γίνομαι τσιρλίντερ

noun (US, abbr (cheerleading) (ξενικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Darcy decided to try cheering because her friends were on her school's squad.
Η Ντάρσι αποφάσισε να γίνει τσιρλίντερ γιατί οι φίλες της ήταν στην ομάδα του σχολείου.

επευφημώ

intransitive verb (yell supportingly) (κραυγάζω ενθαρρυντικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fans cheered enthusiastically.
Οι οπαδοί επευφημούσαν με ενθουσιασμό.

επευφημώ, επιδοκιμάζω

transitive verb (yell supportingly for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fans cheered their team.
Οι οπαδοί ζητωκραύγασαν για την ομάδα τους.

ζήτω

noun (cry of joy)

Three cheers for the winner!
Τρία ζήτω για τον νικητή!

ευδιαθεσία, χαρά

noun (uncountable (good spirits or mood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In Emily's heart, she was full of cheer.
Μες στην καρδιά της, η Έμιλυ, ένιωθε μεγάλη χαρά.

στην υγειά μας, γεια μας

interjection (common drinks toast)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Cheers!
Στην υγειά μας!

να 'σαι καλά

interjection (UK, informal (thanks) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cheers, mate.
Να 'σαι καλά, φίλε.

γεια

interjection (UK, informal (goodbye) (καθομιλουμένη)

Cheers! See you at school.
Γεια! Τα λέμε στο σχολείο.

ποτό και φαγητό

noun (figurative, uncountable (food and drink)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The tables were laden with cheer, ready for everyone to start feasting.

είμαι μαζορέτα, είμαι τσιρλίντερ

intransitive verb (US (be a cheerleader)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I have been cheering for three years.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cheering στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.