Τι σημαίνει το bright στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bright στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bright στο Αγγλικά.

Η λέξη bright στο Αγγλικά σημαίνει λαμπερός, φωτεινός, φωτεινός, ηλιόλουστος, έξυπνος, ευφυής, ζωηρός, χαρούμενος, κεφάτος, εύθυμος, έντονος, φωτεινός, λαμπρός, ηλιόλουστος, φωτεινός, χρωματιστά, προβολείς, πρωί-πρωί, ζωηρά χρώματα, ανυπόμονος, πολύ καλή ιδέα, φαεινή ιδέα, έντονο φως, τα φώτα της πόλης, λαμπρό χαμόγελο, αστροπελέκι, ευχάριστη νότα, με λαμπερά μάτια, όλος ζωντάνια, γεμάτος ζωντάνια, βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων, βλέπω τη θετική πλευρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bright

λαμπερός, φωτεινός

adjective (emitting lots of light) (εκπέμπει φως)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sun is bright today.
Ο ήλιος είναι λαμπερός (or: φωτεινός) σήμερα.

φωτεινός, ηλιόλουστος

adjective (filled with light)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This room is very bright in the morning.
Αυτό το δωμάτιο είναι πολύ φωτεινό (or: ηλιόλουστο) το πρωί.

έξυπνος, ευφυής

adjective (intelligent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cole is a very bright young man.
Ο Κόουλ είναι ένας πολύ έξυπνος (or: ευφυής) νέος.

ζωηρός, χαρούμενος, κεφάτος, εύθυμος

adjective (cheerful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Marsha always has a bright attitude.
Η Μάρσα έχει πάντα ζωηρή διάθεση.

έντονος, φωτεινός

adjective (vivid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That painting has a lot of bright colours.

λαμπρός

adjective (promising)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lucy has a bright future ahead of her.

ηλιόλουστος, φωτεινός

adjective (day: sunny)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was a bright spring morning.

χρωματιστά

plural noun (vivid colours) (ρούχα για πλύσιμο)

Never wash the brights with the white clothes, as the colours might run.

προβολείς

plural noun (US (headlights)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I turned on the brights while driving my car on the dark country road.

πρωί-πρωί

adjective (informal (at an early hour)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Let's start the hike bright and early so we can finish before it gets too hot.

ζωηρά χρώματα

plural noun (vivid hues)

I like to dress in bright colors.

ανυπόμονος

adjective (informal, figurative (eager)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ καλή ιδέα

noun (suggestion: clever)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The weather's hot - it was a bright idea to bring water with us.
Κάνει ζέστη. Καλά κάναμε που πήραμε νερό μαζί μας.

φαεινή ιδέα

noun (ironic (suggestion: stupid) (ειρωνικά)

Who came up with the bright idea of bringing your mother along?

έντονο φως

noun (light: harsh)

I had to cover my eyes because of the bright light.

τα φώτα της πόλης

plural noun (figurative (excitement of city life) (μεταφορικά)

The bright lights attract people from small towns.

λαμπρό χαμόγελο

noun (cheerful manner)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Charlie always had a bright smile and a cheerful disposition when he went to work.

αστροπελέκι

noun (UK, figurative, informal, often ironic (clever, quick-witted person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The new trainee kept getting everything muddled up - clearly, he was a bright spark!

ευχάριστη νότα

noun ([sth] positive or cheerful)

The little girl's smile was a bright spot in an otherwise dreary day.

με λαμπερά μάτια

adjective (literal (with glistening eyes) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όλος ζωντάνια, γεμάτος ζωντάνια

adjective (energetic, youthful) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων

verbal expression (informal (consider positive aspects)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you always look on the bright side, you will be a much happier person.

βλέπω τη θετική πλευρά

interjection (informal (consider positive aspects)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Look on the bright side: if you have nothing, you've got nothing to lose!
Δες τη θετική πλευρά: εάν δεν έχεις τίποτα, δεν έχεις τίποτα να χάσεις!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bright στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bright

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.