Τι σημαίνει το chemical στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chemical στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chemical στο Αγγλικά.

Η λέξη chemical στο Αγγλικά σημαίνει χημικό, χημικός, χημικός, χημικές ουσίες, χημική ανάλυση, χημική ένωση, χημική διάσπαση, χημικό έγκαυμα, χημικός μηχανικός, χημική μηχανολογία, χημική εξίσωση, απορροφητήρας χημικών αναθυμιάσεων, απαγωγός χημικών αναθυμιάσεων, χημική ιδιότητα, χημική αντίδραση, προστατευτική στολή για χημικά, προστατευτική στολή για χημικές ουσίες, χημική τεχνολογία, χημικός πόλεμος, στοιχείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chemical

χημικό

noun (substance)

Chlorine is a harmful chemical.
Η χλωρίνη είναι μια επιβλαβής χημική ουσία.

χημικός

adjective (relating to chemistry)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sulfuric acid is a chemical compound.

χημικός

adjective (relating to chemicals)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chemical cleaners are not good for the environment.
Τα χημικά καθαριστικά δεν είναι καλά για το περιβάλλον.

χημικές ουσίες

plural noun (substances)

Make sure you wear gloves when you handle chemicals.

χημική ανάλυση

noun (find out [sth]'s chemical makeup)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We will know more about the toxins when we get the chemical analysis back from the lab.

χημική ένωση

noun (force that connects atoms)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chemical compounds are formed by the chemical bonding of two or more atoms.

χημική διάσπαση

noun (deconstructing molecules)

χημικό έγκαυμα

noun (injury from corrosive substance) (από ουσία)

Sodium hydroxide can cause a nasty chemical burn.

χημικός μηχανικός

noun (applies chemistry to industry)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She's a chemical engineer in charge of designing chemical processes to produce new biofuels.

χημική μηχανολογία

noun (use of chemistry in industry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company uses chemical engineering to produce innovative food products from raw materials.

χημική εξίσωση

noun (equation: chemical reaction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απορροφητήρας χημικών αναθυμιάσεων, απαγωγός χημικών αναθυμιάσεων

noun (lab ventilation device)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χημική ιδιότητα

noun (substance's ability to be changed)

χημική αντίδραση

noun (result of chemicals interacting)

προστατευτική στολή για χημικά, προστατευτική στολή για χημικές ουσίες

noun (protective outfit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χημική τεχνολογία

noun (applied chemistry)

χημικός πόλεμος

noun (initialism (chemical warfare)

στοιχείο

noun (chemical substance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Water consists of the elements hydrogen and oxygen.
Το νερό αποτελείται από τα στοιχεία υδρογόνο και οξυγόνο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chemical στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του chemical

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.