Τι σημαίνει το cheese στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cheese στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cheese στο Αγγλικά.

Η λέξη cheese στο Αγγλικά σημαίνει τυρί, κακογουστιά, χαμογελάστε, δίσκος, εκνευρίζω, νευριάζω, αμερικάνικο τυρί, το μεγάλο αφεντικό, μπλε τυρί, είδος αμερικάνικου τυριού, καμαμπέρ, καμαμπέρ, τυρί τσένταρ, τυρόπηγμα, τρίφτης τυριού, μαχαίρι τυριού, πίτσα με τυρί, ποικιλία τυριών, σχάρα ωρίμανσης τυριών, σάντουιτς με κρέας και τυρί, τυρί κότατζ, τυρί κρέμα, φέτα, κατσικίσιο τυρί, τριμμένο τυρί, τοστ, κακοτυχία, -, τυρί Monterey Jack, ζυμαρικά με τυρί, γαλλικό τυρί μίνστερ, ρικότα, τυρί στίλτον, τυρί σε ράβδους, τυρί σε λωρίδες, γενική ονομασία τυριών της Βόρειας Αμερικής, που μοιάζουν με το έμενταλ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cheese

τυρί

noun (dairy product)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Red wine goes well with most cheeses, but you should always drink white with goat's cheese.
Το κόκκινο κρασί ταιριάζει με τα περισσότερα τυριά, αλλά το λευκό κρασί πρέπει πάντα να το πίνεις μαζί με κατσικίσιο τυρί.

κακογουστιά

noun (tackiness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Horror films from the nineteen seventies have a high cheese factor.
Οι ταινίες τρόμου της δεκαετίας του εβδομήντα έχουν πολλή κακογουστιά.

χαμογελάστε

interjection (smile)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The photographer asked us to say, "Cheese!"
Ο φωτογράφος μας είπε «χαμογελάστε».

δίσκος

noun (flat round object)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Skittles is sometimes played with a cheese, which is used to knock the skittles down.
Οι κορύνες μερικές φορές παίζονται με έναν δίσκο που ρίχνει κάτω τις κορύνες.

εκνευρίζω, νευριάζω

phrasal verb, transitive, separable (UK, slang, often passive (make angry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was a big man, so I didn't want to cheese him off.
Ήταν μεγάλος άνθρωπος. Δεν ήθελα, λοιπόν, να τον εκνευρίσω (or: νευριάσω).

αμερικάνικο τυρί

noun (US (processed dairy product)

το μεγάλο αφεντικό

noun (figurative, slang (high-ranking manager) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jane is the big cheese at this company.

μπλε τυρί

noun (dairy product: veined)

Fourme d'Ambert is a blue cheese from the Auvergne region of France. There are many types of blue cheese, Roquefort and Stilton being the most famous.

είδος αμερικάνικου τυριού

noun (US (American hard cheese)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Cheddar cheese from Vermont is a kind of brick cheese.

καμαμπέρ

noun (Camembert cheese)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

καμαμπέρ

noun (French cheese)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Deep-fried Camembert cheese is lovely with cranberry sauce.

τυρί τσένταρ

noun (hard British cheese)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Cheddar cheese makes a good sandwich.

τυρόπηγμα

plural noun (curdled milk solids)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Really fresh cheese curds squeak when you bite them.

τρίφτης τυριού

noun (tool for shredding cheese)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I've lost the cheese grater, so I have to buy my cheese already grated.

μαχαίρι τυριού

noun (utensil for cutting cheese)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I used to have a cheese knife that had tines on the end to pick up the slices I cut.

πίτσα με τυρί

noun (pizza: topped with cheese)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't want pepperoni, mushrooms or sausage; I just want a cheese pizza.

ποικιλία τυριών

noun (selection of cheeses)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tables were filled with a selection of fruits, desserts, and cheese platters.

σχάρα ωρίμανσης τυριών

noun (for drying cheese)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σάντουιτς με κρέας και τυρί

noun (US (long roll filled with meat and cheese)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τυρί κότατζ

noun (dairy product)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
If you can't find ricotta cheese for your lasagne, you can use cottage cheese instead.
Αν δεν μπορείς να βρεις τυρί ρικότα για τα λαζάνια σου, μπορείς να χρησιμοποιήσεις τυρί κότατζ.

τυρί κρέμα

noun (dairy product)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I love bagels with cream cheese and coffee in the morning.
Μου αρέσουν τα μπέιγκελ με τυρί κρέμα και καφέ το πρωί.

φέτα

noun (Greek cheese) (ελληνικό τυρί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατσικίσιο τυρί

noun (dairy product)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She made an unusual pizza with goat cheese and sun dried tomatoes.

τριμμένο τυρί

noun (shavings of cheese)

I always sprinkle grated cheese over the top when I make a pizza.

τοστ

noun (US (cheese in toast slices)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κακοτυχία

expression (informal, figurative (tough luck)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

-

noun (US, informal (jumping insect) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The children chased hoppers around the field during recess.

τυρί Monterey Jack

(mild cheddar)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ζυμαρικά με τυρί

noun (uncountable (pasta with cheese sauce)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Children almost always love macaroni and cheese.

γαλλικό τυρί μίνστερ

noun (variety of cheese from Alsace)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρικότα

noun (Italian soft cheese)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I used extra ricotta in this lasagna, so it should be very tasty.

τυρί στίλτον

noun (English blue-veined cheese)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τυρί σε ράβδους, τυρί σε λωρίδες

noun (cheese in strips)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γενική ονομασία τυριών της Βόρειας Αμερικής, που μοιάζουν με το έμενταλ

noun (type of cheese: Gruyere)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Gerald put Swiss cheese in his sandwich.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cheese στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cheese

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.