Τι σημαίνει το claquer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης claquer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του claquer στο Γαλλικά.

Η λέξη claquer στο Γαλλικά σημαίνει κυματίζω, ανεμίζω, τρώω, πετάω, χαλάω, κροταλίζω, βροντάω, βροντάω, κοπανάω, βροντάω, βροντάω, κροταλίζω, τρώω, κουνάω, κουνώ, κροταλίζω, χτυπάω, χτυπάω, κοπανάω, ανεμίζω, κυματίζω, τα κακαρώνω, τα τινάζω, τινάζω τα πέταλα, ξοδεύω, εξουθενώνω, κουράζω, εξαντλώ, ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω, ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι, σφυρίζω, κάνω ξερό κρότο, κοπανάω, δέρνω, μαστιγώνω, πλατάγισμα, χτυπάω τα δάχτυλα, <div>για στρατιώτη όταν χαιρετά ανώτερο και παράγει κρότο χτυπώντας τις σόλες των παπουτσιών του</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τραβώ μυ, σπαταλάω, κατασπαταλάω, καταξοδεύω, ξοδεύω ασύστολα για κτ, σπαταλάω χρήματα σε κτ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, κροταλίζω, παθαίνω θλάση, κροταλίζω, χτυπάω κτ στον αέρα, μαστιγώνω με κτ τον αέρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης claquer

κυματίζω, ανεμίζω

verbe intransitif (drapeau, voile)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le drapeau claquait au vent.
Η σημαία κυμάτιζε στον αέρα.

τρώω, πετάω, χαλάω

verbe transitif (familier : dépenser) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le musicien avait claqué tout son fric et se retrouvait de nouveau fauché.

κροταλίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βροντάω

verbe transitif (la porte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η έφηβη βρόντηξε την πόρτα καθώς έφευγε από το δωμάτιο μετά από έναν ακόμη καυγά με τους γονείς της.

βροντάω, κοπανάω

verbe transitif (la porte) (την πόρτα για να κλείσει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βροντάω

verbe intransitif (porte)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο άνεμος φυσούσε μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα και η πόρτα βρόντηξε.

βροντάω

verbe intransitif (porte) (η πόρτα όταν κλείσει)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κροταλίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Philip a donné un petit coup à la corde pour qu'elle claque.
Ο Φίλιπ τίναξε το σχοινί για να κροταλίσει.

τρώω

(familier : dépenser) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce joueur pathologique a claqué les économies de toute une vie en deux semaines seulement.

κουνάω, κουνώ

verbe intransitif (queue d'un animal) (απότομα, νευρικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chat a claqué sa queue avec irritation.

κροταλίζω

verbe intransitif (fouet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le fouet claqua, et les bœufs se mirent à avancer.

χτυπάω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La porte moustiquaire cassée claquait au vent.

χτυπάω, κοπανάω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fais gaffe de ne pas claquer la porte !

ανεμίζω, κυματίζω

(drapeau)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le drapeau claquait au vent.
Η σημαία ανέμιζε στον αέρα.

τα κακαρώνω, τα τινάζω, τινάζω τα πέταλα

(familier : mourir) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξοδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a déboursé cinquante dollars pour une nouvelle guitare.

εξουθενώνω, κουράζω, εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω

(familier) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand je pense qu'on a craché (or: claqué) 200 euros le billet pour voir ce spectacle pourri.

ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι

(familier) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je me suis complètement crevé avec toutes ces courses !
Ξεθεώθηκα (or: Ξεπατώθηκα) ψωνίζοντας όλη μέρα.

σφυρίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand je mets en marche le sèche-linge, il fait un bruit métallique.
Όταν θέτω το στεγνωτήριο σε λειτουργία, αρχίζει να παράγει έναν οξύ μεταλλικό ήχο.

κάνω ξερό κρότο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le magnum du braqueur fit un bruit sec et la caissière se mit à hurler.

κοπανάω

(téléphone) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Furieux, Andy raccrocha brutalement le combiné.

δέρνω, μαστιγώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les vagues claquaient contre les rochers.

πλατάγισμα

locution verbale (της γλώσσας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le fermier appela le cheval en faisant doucement claquer sa langue.

χτυπάω τα δάχτυλα

locution verbale (για να κάνω τον χαρακτηριστικό ήχο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mme McCredie claqua des doigts et une bonne vint nettoyer les assiettes. Si tu as besoin de moi, claque des doigts et j'accourrai.

<div>για στρατιώτη όταν χαιρετά ανώτερο και παράγει κρότο χτυπώντας τις σόλες των παπουτσιών του</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locution verbale

τραβώ μυ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπαταλάω, κατασπαταλάω, καταξοδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On peut faire des folies de temps en temps.

ξοδεύω ασύστολα για κτ

(familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rebecca a claqué tout son fric pour de nouvelles bottes.

σπαταλάω χρήματα σε κτ

(familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

locution verbale (changement de sujet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Martha claquait des dents à cause du froid.
Τα δόντια της Μάρθας χτυπούσαν στο κρύο.

χτυπάω

verbe intransitif (changement de sujet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Edward claquait des doigts au rythme de la musique.

κροταλίζω

verbe transitif (un fouet) (τινάζω μαστίγιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le dompteur a fait bruyamment claquer son fouet.

παθαίνω θλάση

verbe pronominal (un muscle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le joueur de foot s'est froissé un muscle.
Ο ποδοσφαιριστής έπαθε θλάση.

κροταλίζω

verbe transitif (un fouet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cocher fit claquer son fouet, et les chevaux se mirent à accélérer.

χτυπάω κτ στον αέρα, μαστιγώνω με κτ τον αέρα

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le maître fit claquer le fouet pour que les esclaves travaillent plus dur.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του claquer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.