Τι σημαίνει το coller στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης coller στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coller στο Γαλλικά.

Η λέξη coller στο Γαλλικά σημαίνει κολλάω πίσω από κπ/κτ, κολλάω, κολλάω, κολλάω, βάζω βιαστικά/υπερβολικά, πασαλείβω, κολλάω, κλείνω/σφραγίζω με κόλλα, συνάπτω, επισυνάπτω, επικολλώ, κολλώ, κολλάω, κολλώ, βγάζω νόημα, δυσκολεύω, μπερδεύω, συμφωνώ, συναινώ, συνδέω, ενώνω, συνενώνω, κολλάω, κολλάω, κολλώ, κολλάω, επικολλώ, ενώνω, συνδέω, ταιριάζω, συγκολλώ, στερεώνω, τσιμεντάρω, τσιμεντώνω, κολλάω σε κπ σαν βδέλλα, κολλάω, κολλώ, σφραγίζω,επιθέτω σφραγίδα σε, σφηνώνω, πατώνω, κόβομαι, κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι, κολλάω, ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ, κάνω αντιγραφή κι επικόλληση, τοποθετώ, κολλώ με σελοτέιπ, κάνω αποκοπή κι επικόλληση, τα καταφέρνω, δε συμφωνώ με κτ, δεν συμβαδίζω με κτ, ακολουθώ, συμφωνώ με κτ, συμβαδίζω με κτ, κολλάω, κολλώ, κάνω αποκοπή κι επικόλληση σε κτ, κολλάω κτ σε κτ, κολλώ κτ σε κτ, χαστουκίζω, κολλάω, κολλάω κτ σε κτ, κολλάω, κολλώ, κολλάω κτ σε κτ, φορτώνω κπ με κπ/κτ, φορτώνω κπ/κτ σε κπ, ταιριάζω, κολλάω σε κπ/κτ, δίνω, κολλώ με εποξεική ρητίνη, κολλάω, κολλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης coller

κολλάω πίσω από κπ/κτ

(μτφ, καθομ, ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Une voiture rouge m'a collé au train pendant tout le trajet jusqu'à l'épicerie.

κολλάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une fois la lettre à l'intérieur, Brian a collé l'enveloppe et l'a apporté à la poste.
Μόλις μπήκε το γράμμα μέσα, ο Μπράιν κόλλησε τον φάκελο και τον πήγε στο ταχυδρομείο.

κολλάω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La mouche était restée collée au piège.

κολλάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω βιαστικά/υπερβολικά, πασαλείβω

(familier) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν είχα πολύ χρόνο γι' αυτό έβαλα βιαστικά το ταμπελάκι με το όνομά μου και έφυγα.

κολλάω, κλείνω/σφραγίζω με κόλλα

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
De nos jours, on n'a plus à lécher le rabat d'une enveloppe pour le coller.

συνάπτω, επισυνάπτω, επικολλώ, κολλώ

verbe transitif (familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κολλάω, κολλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La charpentier a collé les deux pièces de bois.
Ο Πωλ κόλλησε τα κομμάτια του σπασμένου φλυτζανιού. Ο ξυλουργός κόλλησε τα δυο κομμάτια ξύλου.

βγάζω νόημα

verbe intransitif (figuré : en cohérence) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai beau les prendre dans tous les sens, les chiffres ne collent pas.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όπως και να το έβλεπες τα νούμερα απλά δεν έβγαζαν νόημα.

δυσκολεύω, μπερδεύω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La troisième question du test m'a complètement collé.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η τρίτη ερώτηση στο τεστ πραγματικά με ζόρισε.

συμφωνώ, συναινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνδέω, ενώνω, συνενώνω

verbe transitif (assembler)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On colle les différents éléments de la maquette d'avion avec de la colle.
Συγκολλούμε τα τμήματα του μοντέλου του αεροπλάνου με κόλλα.

κολλάω

verbe transitif (familier) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κολλάω, κολλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tara colle le poster au mur.
Η Τάρα κολλάει την αφίσα στον τοίχο.

κολλάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai eu beau le lécher plusieurs fois, le timbre n'a pas collé.

επικολλώ

verbe transitif (Informatique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tu colles cette partie du texte ailleurs, ta dissertation sera bien meilleure.

ενώνω, συνδέω

(un ruban, une pellicule)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le film s'est cassé dans le projecteur et il a fallu le recoller.

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Comme les deux partenaires ne s'entendaient pas bien, le directeur les a séparés.
Οι δυο συνάδελφοι δεν ταίριαξαν και έτσι ο μάνατζερ τους χώρισε.

συγκολλώ, στερεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Utilise cet adhésif pour cimenter les pièces ensemble.

τσιμεντάρω, τσιμεντώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les ouvriers ont cimenté les poteaux de la clôture dans le sol.

κολλάω σε κπ σαν βδέλλα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κολλάω, κολλώ

(figuré : au passé,...) (μεταφορικά: σε κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il est inutile de trop se raccrocher au passé.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δε μου αρέσει ο τρόπος που η νέα κοπέλα του Ρότζερ είναι προσκολλημένη πάνω του.

σφραγίζω,επιθέτω σφραγίδα σε

verbe transitif (une étiquette)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σφηνώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James a logé (or: niché) la hachette dans la souche.
Ο Τζέιμς σφήνωσε το τσεκουράκι στον κομμένο κορμό.

πατώνω

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai raté l'interrogation de maths et je dois la repasser.

κόβομαι

(αργκό: μάθημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle est très gênée d'avoir raté son CE2.

κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι

(μτφ, καθομ, ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ne collez pas les voitures, c'est dangereux !

κολλάω

(με κάτι, σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La colle a collé à mes doigts et j'ai dû les nettoyer pendant 10 minutes pour l'enlever.
Η κόλλα κόλλησε στα δάχτυλά μου και χρειάστηκε να τα τρίβω 10 λεπτά για να την αφαιρέσω.

ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'étais tellement furieux contre le paparazzi que je lui ai collé mon poing dans la figure.

κάνω αντιγραφή κι επικόλληση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοποθετώ

(une pièce, une exposition)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο επιμελητής τοποθέτησε το κόσμημα στην είσοδο του μουσείου.

κολλώ με σελοτέιπ

(για να μείνει στη θέση του)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai collé l'enveloppe avec du ruban adhésif et je l'ai portée à la poste.

κάνω αποκοπή κι επικόλληση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pour faire un couper-coller du texte, sélectionnez d'abord le texte que vous souhaitez déplacer.

τα καταφέρνω

verbe transitif (figuré, familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut beaucoup de travail pour que ça colle au sein d'un groupe, mais le jeu en vaut la chandelle.

δε συμφωνώ με κτ, δεν συμβαδίζω με κτ

(familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Votre histoire ne colle pas avec les faits.
Η ιστορία σου δε συμφωνεί με τα γεγονότα όπως τα ξέρουμε.

ακολουθώ

(figuré, familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon petit frère voulait toujours nous coller aux basques (or: nous coller au train).
Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί.

συμφωνώ με κτ, συμβαδίζω με κτ

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les preuves ne collent pas avec la version de l'accusé.

κολλάω, κολλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les enfants ont collé des paillettes et des gommettes sur le papier pour faire une carte d'anniversaire.

κάνω αποκοπή κι επικόλληση σε κτ

(με γενική: ενός αρχείου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vous pouvez faire des copier-coller d'images trouvées sur Internet et les insérer dans votre document.

κολλάω κτ σε κτ, κολλώ κτ σε κτ

(timbre, étiquette)

χαστουκίζω

(με την παλάμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κολλάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κολλάω κτ σε κτ

κολλάω, κολλώ

(κτ σε κτ, κτ πάνω σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim colla le papier peint au mur.
Ο Τιμ κόλλησε την ταπετσαρία στον τοίχο.

κολλάω κτ σε κτ

Les enfants colleront ensuite leurs dessins individuels sur un tableau d'affichage.

φορτώνω κπ με κπ/κτ, φορτώνω κπ/κτ σε κπ

(familier, péjoratif) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

On m'a refourgué (or: refilé) ma petite sœur à garder tout le week-end.
Μου έχουν φορτώσει τη μικρή μου αδερφή για όλο το σαββατοκύριακο.

ταιριάζω

(un peu familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je n'ai rencontré sa sœur qu'une fois ou deux mais nous avons bien accroché.
Έχω δει την αδερφή του μόνο κανά δυο φορές αλλά ταιριάξαμε πολύ.

κολλάω σε κπ/κτ

(péjoratif) (μεταφορικά)

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a donné des heures de retenue à toute la classe.

κολλώ με εποξεική ρητίνη

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κολλάω, κολλώ

(κτ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il faut appuyer bien fort pour faire adhérer ce porte-serviettes au mur.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coller στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του coller

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.