Τι σημαίνει το clé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης clé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του clé στο Γαλλικά.

Η λέξη clé στο Γαλλικά σημαίνει κλειδί, κλειδί, κλειδί, κλειδί, κλειδί, κλειδί, κεντρικός λίθος, μουσικό κλειδί, σφυροκλείδωμα, λέξη κλειδί, κρίσιμος, κομβικός, κλειδί, στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέτας, κτ που ανοίγει πόρτες, βασικός, κύριος, πρωταρχικός, καθοριστικός, αυτός που εμπιστεύομαι, χαράσσω, που μπορεί να κλειδωθεί, κλειδωμένος, κλείνω, ολοκληρωμένος, συσκευή κλειδώματος, κεφαλοκλείδωμα, κλειδί, γαλλικό κλειδί, κλειδί του φα, κλειδί, μίζα αυτοκινήτου, γαλλικό κλειδί, μηχανικό κλειδί ακριβείας, το κλειδί του σολ, φλασάκι, στικάκι, γερμανικό κλειδί, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εξαγωνικό κλειδί, βασική πληροφορία, βασικό προσόν, δείκτης κινδύνου, καρτελάκι για κλειδιά, κλειδί περικοχλίου, κλειδί κουρδίσματος, εργαλείο κουρδίσματος, μνήμη USB, κλειδί άλεν, κλειδί Allen, καθοριστική στιγμή, armlock, πολιτεία καθοριστικής σημασίας, καίριος δείκτης απόδοσης, κλειδώνω την πόρτα, κάνω κτ να κλείσει, οδηγώ κτ στο κλείσιμο, οδηγώ κτ στην πτώχευση, κλείνω, έτοιμος για χρήση, χρεοκοπημένος, είμαι στα πρόθυρα κλεισίματος, φαλιρίζω, κλείνω, διακόπτω λειτουργία,βάζω λουκέτο, έτοιμος για χρήση, τσεκ άουτ, checkout, που παίζει ουσιαστικό ρόλο, που συμβάλλει ουσιαστικά, κλείνω, που παίζει ουσιαστικό ρόλο, ρυθμιζόμενο γαλλικό κλειδί, κλειδί με στρογγυλή κεφαλή, κλειδί σταυρός, κάβουρας, διαβατήριο, εισιτήριο, σημαντική ημερομηνία, κάρτα πρόσβασης, καρυδάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης clé

κλειδί

nom féminin (d'une porte,...)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je ne retrouve pas la clé (or: clef) qui ouvre cette porte.
Δεν μπορώ να βρω το κλειδί για να ξεκλειδώσω την πόρτα.

κλειδί

nom féminin (outil) (μεταφορικά: εργαλείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sors-moi cette clé (or: clef) de la boite à outils, tu veux ?

κλειδί

(Informatique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le logiciel a une clé qu'il faut entrer avant de pouvoir l'utiliser.
Το λογισμικό έχει ένα κλειδί που πρέπει να πληκτρολογήσεις για να μπορέσεις να το χρησιμοποιήσεις.

κλειδί

(d'un problème, d'un mystère) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La clé (or: clef) du mystère est de procéder par élimination.
Το κλειδί για τη λύση του κουίζ είναι να αποκλείσεις τις λανθασμένες απαντήσεις.

κλειδί

(d'un mécanisme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous remontons l'horloge de mon grand-père une fois par semaine à l'aide d'une clé (or: clef).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχασα το κλειδί για το ρολόι του παππού.

κλειδί

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'ingrédient clé est l'ail. // Voici les chiffres clés du projet.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το συστατικό-κλειδί είναι το σκόρδο.

κεντρικός λίθος

nom féminin (Architecture) (αρχιτεκτονική)

Regarde la clé de voûte de cette arche.
Κοίτα τον κεντρικό λίθο της αψίδας.

μουσικό κλειδί

nom féminin (Musique)

En quelle clef (or: clé) est écrite cette partition ?

σφυροκλείδωμα

nom féminin (prise de catch) (πάλη: είδος λαβής)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λέξη κλειδί

adjectif (mot)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En analysant le choix de mot de l'auteur, vous verrez que le mot clé est "amour".

κρίσιμος, κομβικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κλειδί

nom féminin (à molette,...) (εργαλείο: π.χ. γαλλικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le mécanicien a utilisé une clé pour desserrer l'écrou.
Ο μηχανικός χρησιμοποίησε ένα κλειδί για να χαλαρώσει το παξιμάδι.

στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέτας

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κτ που ανοίγει πόρτες

(figuré) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βασικός, κύριος, πρωταρχικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'idée principale (or: majeure) est bonne, mais il faut changer certains détails.
Η βασική ιδέα είναι καλή, αλλά πρέπει να αλλάξουμε κάποιες λεπτομέρειες.

καθοριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le moment crucial (or: essentiel, central) du jeu a eu lieu durant le dernier quart-temps.
Το καθοριστικό σημείο του αγώνα ήταν στο τελευταίο τέταρτο.

αυτός που εμπιστεύομαι

(homme, personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαράσσω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Énervée de trouver une voiture à moitié garée sur le trottoir, Audrey l'a rayée avec une clé.

που μπορεί να κλειδωθεί

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κλειδωμένος

(porte,...)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κλείνω

(cesser son activité)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mon restaurant préféré a fermé.

ολοκληρωμένος

locution adjectivale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Simon ne voulait pas se casser la tête à tout installer lui-même alors il a acheté un produit clé en main.

συσκευή κλειδώματος

(Informatique) (Η/Υ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'appareil de fitness se synchronise avec une clé de sécurité qui se branche à un port USB sur votre ordinateur.

κεφαλοκλείδωμα

nom féminin (Lutte, Catch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλειδί

nom féminin (εξώπορτας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γαλλικό κλειδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο υδραυλικός έλυσε τον σωλήνα με ένα γαλλικό κλειδί.

κλειδί του φα

nom féminin (Musique) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλειδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dans les hôtels modernes, les clés de porte ont été remplacées par des cartes magnétiques.
Στα σύγχρονα ξενοδοχεία, τα κλειδιά των δωματίων είναι πλαστικές κάρτες.

μίζα αυτοκινήτου

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γαλλικό κλειδί

(εργαλείο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut que j'enlève ces écrous alors passe-moi la clé à molette, s'il te plaît.

μηχανικό κλειδί ακριβείας

nom féminin (tech)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το κλειδί του σολ

nom féminin (Musique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φλασάκι, στικάκι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'utilise une clé USB pour sauvegarder mes fichiers. J'ai mis mes photos sur une clé USB pour les montrer à mes amis sur leur ordinateur portable.
Χρησιμοποιώ ένα στικάκι για να κρατώ αντίγραφα ασφαλείας των αρχείων μου. Αντέγραψα τις φωτογραφίες μου στο φλασάκι για να μπορώ να τις δείχνω στους φίλους μου από τους φορητούς υπολογιστές τους.

γερμανικό κλειδί

nom féminin (εργαλείο)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom féminin

εξαγωνικό κλειδί

nom féminin

βασική πληροφορία

nom féminin

βασικό προσόν

nom masculin

δείκτης κινδύνου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καρτελάκι για κλειδιά

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλειδί περικοχλίου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κλειδί κουρδίσματος, εργαλείο κουρδίσματος

nom féminin (guitare, piano)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μνήμη USB

nom féminin (Informatique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Tous les devoirs que j'ai écrits cette année sont sur cette clé USB.
Όλες οι φετινές μου εργασίες βρίσκονται σ' αυτή τη μνήμη USB.

κλειδί άλεν, κλειδί Allen

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καθοριστική στιγμή

nom masculin

armlock

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πολιτεία καθοριστικής σημασίας

(Politique américaine) (στις ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καίριος δείκτης απόδοσης

nom masculin (Affaires)

κλειδώνω την πόρτα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'active le système d'alarme et je ferme la porte à clé en partant. N'oublie pas de fermer la porte avant de partir.
Πάντα οπλίζω τον συναγερμό και κλειδώνω την πόρτα όταν βγαίνω. Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις την πόρτα πίσω σου όταν φύγεις.

κάνω κτ να κλείσει, οδηγώ κτ στο κλείσιμο, οδηγώ κτ στην πτώχευση

(επιχείρηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλείνω

(επιχείρηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand le médecin a été tué, son cabinet a dû fermer.
Όταν ο γιατρός σκοτώθηκε, η κλινική έπρεπε να διακόψει τις εργασίες της.

έτοιμος για χρήση

locution adjectivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
L'entrepreneur a accepté un contrat clé en main, ce qui voulait dire qu'il livrerait la propriété avec tous les aménagements intérieurs.

χρεοκοπημένος

(entreprise)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

είμαι στα πρόθυρα κλεισίματος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φαλιρίζω

(figuré) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La société a mis la clé sous la porte à cause de la récession.
Η εταιρεία φαλίρισε λόγω της ύφεσης.

κλείνω, διακόπτω λειτουργία,βάζω λουκέτο

(magasin)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έτοιμος για χρήση

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

τσεκ άουτ, checkout

(σε ξενοδοχείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Vérifiez bien votre facture au moment de libérer votre (or: la) chambre.
Μην ξεχάσεις να εξετάσεις προσεκτικά το λογαριασμό σου κατά την αναχώρηση.

που παίζει ουσιαστικό ρόλο, που συμβάλλει ουσιαστικά

(σε κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La soprano a contribué grandement à l'opéra.

κλείνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les propriétaires de la boîte ont dû fermer : il y avait des plaintes sur le bruit qu'elle causait jour et nuit.
Οι ιδιοκτήτες του κλαμπ το έκλεισαν λόγω παραπόνων για θόρυβο καθόλη τη διάρκεια της νύχτας.

που παίζει ουσιαστικό ρόλο

(στο να γίνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρυθμιζόμενο γαλλικό κλειδί

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κλειδί με στρογγυλή κεφαλή

(outil)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κλειδί σταυρός

nom féminin (outil pour dévisser des écrous) (εργαλείο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάβουρας

nom féminin (εργαλείο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διαβατήριο, εισιτήριο

(figuré : pour la réussite,...) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σημαντική ημερομηνία

nom féminin

κάρτα πρόσβασης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καρυδάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του clé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του clé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.