Τι σημαίνει το collar στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης collar στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του collar στο Αγγλικά.

Η λέξη collar στο Αγγλικά σημαίνει γιακάς, κολάρο, περιλαίμιο, κολάρο, περιλαίμιο, τσακώνω, αρπάζω, πιάνω από το γιακά, αρπάζω από το γιακά, εργατικός, χειρώνακτας, χοανοκύτταρο, επίσημος, που απαιτεί επίσημο ένδυμα, κλείδα, μέγεθος κολάρου, κολάρο, κολάρο κληρικού, κολάρο για ψύλλους, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, λαιμαριά/τραχηλιά αλόγου, νευριασμένος,αγανακτησμένος, υδατοστεγής δακτύλιος, ζιβάγκο, γραφείου, οικονομικό έγκλημα, υπάλληλος γραφείου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης collar

γιακάς

noun (neck of shirt, jacket)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Leah was shocked to discover lipstick on her husband's collar.
Η Λία σοκαρίστηκε όταν ανακάλυψε κραγιόν στον γιακά του συζύγου της.

κολάρο, περιλαίμιο

noun (strap around neck of dog, cat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My cat always manages to take his collar off.
Ο γάτος μου πάντα καταφέρνει και βγάζει το περιλαίμιό του.

κολάρο

noun (medicine: neck brace)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The paramedic placed a collar around the accident victim's neck.

περιλαίμιο

noun (marking that looks like collar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I saw a bird with a long tail and yellow collar.

τσακώνω

transitive verb (informal (catch: a criminal) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police collared the man when he returned to the scene of his crime.

αρπάζω

transitive verb (informal (get hold of, accost: [sb]) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I collared my boss this morning and asked for a pay rise.

πιάνω από το γιακά, αρπάζω από το γιακά

transitive verb (grab [sb] by collar) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Luke collared his brother and pulled him out of the room.

εργατικός

adjective (working class, labouring)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My dad comes from a blue-collar family.

χειρώνακτας

noun (manual labourer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Western Pennsylvania has many blue-collar workers such as steel workers and coal miners.

χοανοκύτταρο

noun (zoology: cell in a sponge)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίσημος

adjective (dress: formal) (ρούχο, ένδυμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που απαιτεί επίσημο ένδυμα

adjective (event: requiring formal dress)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our Sixth Form Prom was a collar and tie event.

κλείδα

noun (anatomy: clavicle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Glenda broke her collar bone in a horse-riding accident.

μέγεθος κολάρου

noun (neck measurement) (ενδύματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That thick neck requires a larger collar size.

κολάρο

noun (band worn around a dog's neck)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her poodle has a dog collar with real diamonds in it!
Το κανίς της φοράει ένα περιλαίμιο με αληθινά διαμάντια!

κολάρο κληρικού

noun (figurative (clergyman's collar) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He only wore his dog collar when acting in a clerical capacity.

κολάρο για ψύλλους

noun (animal collar that repels fleas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If the cat doesn't stop scratching, we'll have to get him a flea collar.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (baseball: score of zero)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

transitive verb (US, figurative (sport: prevent from scoring)

λαιμαριά/τραχηλιά αλόγου

noun (part of horse harness) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νευριασμένος,αγανακτησμένος

adjective (slang, figurative (angry, agitated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He got very hot under the collar when I politely suggested he might be mistaken.

υδατοστεγής δακτύλιος

noun (nautical: watertight collar)

ζιβάγκο

noun (rolled-down collar)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Sweaters with turtlenecks make Caleb feel constricted and uncomfortable.

γραφείου

adjective (figurative (professional, middle class) (σε γενική: δουλειά, υπάλληλος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
This is a white-collar area.

οικονομικό έγκλημα

noun (law: nonviolent crime)

υπάλληλος γραφείου

noun (office employee, clerical worker)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Labor Party seeks to represent both white-collar and blue-collar workers.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του collar στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του collar

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.