Τι σημαίνει το stiff στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stiff στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stiff στο Αγγλικά.

Η λέξη stiff στο Αγγλικά σημαίνει σκληρός, πιασμένος, σκληρός, αυστηρός, σφικτός, σκληρός, επίσημος, δυνατός, ισχυρός, που μαγκώνει, σκληρός, υψηλός, πτώμα, τύπος, φεύγω χωρίς να πληρώσω, βαριεστημένος, που έχει παγώσει, που έχει ξεπαγιάσει, που έχει παγώσει, κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή, παγώνω από το φόβο μου, δυνατός άνεμος/αέρας, εξέταση δυσκαμψίας αρθρώσεων, δύσκαμπτες αρθρώσεις, πιάσιμο στον αυχένα, σκληρή τιμωρία, στωικότητα, επιφυλακτικότητα, αυτοσυγκράτηση, αποκρούω με τεντωμένο χέρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stiff

σκληρός

adjective (rigid, not flexible)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The teacher used a piece of stiff card to mount the picture on.
Ο δάσκαλος χρησιμοποίησε ένα κομμάτι σκληρό χαρτόνι για να τοποθετήσει τη φωτογραφία.

πιασμένος

adjective (body: hurting)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Rachel went for a long run yesterday and she's feeling stiff today.
Η Ρέιτσελ έτρεξε πολύ χθες και σήμερα νιώθει πιασμένη.

σκληρός, αυστηρός

adjective (punishment: severe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
James's father told him to expect a stiff punishment for his bad behaviour that day.
Ο πατέρας του Τζέιμς του είπε να περιμένει σκληρή (or: αυστηρή) τιμωρία για την κακή συμπεριφορά του εκείνη τη μέρα.

σφικτός

adjective (firm)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Whisk the egg whites until they are stiff.
Χτύπα τα ασπράδια του αβγού μέχρι να γίνουν σφικτά.

σκληρός

adjective (competition: tough) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The local team faced some stiff competition when they played the league champions.
Η τοπική ομάδα αντιμετώπισε σκληρό ανταγωνισμό, όταν έπαιξε με τους πρωταθλητές.

επίσημος

adjective (formal, unfriendly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Despite his stiff manners, he was warm and friendly once you got to know him.

δυνατός, ισχυρός

adjective (figurative (wind: strong)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A stiff wind was blowing outside, shaking the branches of the trees.

που μαγκώνει

adjective (not working smoothly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This door handle is stiff; it's difficult to get the door open.

σκληρός

adjective (drink: alcoholic) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"I need a stiff drink," said Daphne, when she realised she'd won the lottery.

υψηλός

adjective (figurative (price: high) (για τιμή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I paid a stiff price to change my internet provider.

πτώμα

noun (slang (dead body)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The detective got a call to say they'd found a stiff.

τύπος

noun (US, slang (ordinary man) (καθομιλουμένη: προφορικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Joe's a pretty decent stiff when you get to know him.

φεύγω χωρίς να πληρώσω

transitive verb (US, slang (fail to pay or tip) (ανάλογα την περίπτωση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βαριεστημένος

adjective (informal, figurative (very bored)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lucy was bored stiff at the opera.

που έχει παγώσει, που έχει ξεπαγιάσει

adjective (figurative, informal (feeling very cold) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't know about you but I'm frozen stiff!

που έχει παγώσει

adjective (rigid because frozen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The moose is frozen stiff: it must have been dead for days.

κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή

verbal expression (figurative (remain stoic)

παγώνω από το φόβο μου

adjective (informal (terrified)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The children were scared stiff of the man with the chainsaw.

δυνατός άνεμος/αέρας

noun (strong wind)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Amy was so thin I thought she'd blow away in a stiff breeze!

εξέταση δυσκαμψίας αρθρώσεων

noun (diagnostic test for arthritis)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δύσκαμπτες αρθρώσεις

plural noun (arthritis)

πιάσιμο στον αυχένα

noun (pain or difficulty moving one's neck)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After sitting near a draughty window I had a stiff neck.

σκληρή τιμωρία

noun (severe penalty)

στωικότητα

noun (figurative (stoicism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The British are famous for their stiff upper lip.

επιφυλακτικότητα, αυτοσυγκράτηση

noun (figurative (reserve, self-restraint) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποκρούω με τεντωμένο χέρι

transitive verb (sport: fend off with stiff arm) (αθλητισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stiff στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stiff

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.