Τι σημαίνει το attached στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης attached στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attached στο Αγγλικά.

Η λέξη attached στο Αγγλικά σημαίνει συνημμένος, συνημμένος, δεμένος, με μεσοτοιχία, σε σχέση, αποσπασμένος, συνδέω, συνδέω, στερεώνω, επισυνάπτω, επισυνάπτω, στερεώνομαι σε κτ, τοποθετούμαι σε κτ, δένομαι σε κτ, κολλάω σε κπ/κτ, συνδέομαι με κτ, σχετίζομαι με κτ, κατάσχω, αποδίδω κτ σε κτ, ορίζω, διορίζω, διορίζω στρατιωτικό ακόλουθο, συνημμένο έγγραφο, δένομαι, χωρίς δεσμεύσεις, συνημμένα θα βρείτε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης attached

συνημμένος

adjective (connected, fastened)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Please complete the attached form and return it to us in the envelope provided.
Παρακαλείσθε να συμπληρώσετε τη συνημμένη φόρμα και να μας την επιστρέψετε μέσα στον φάκελο που σας δίνουμε.

συνημμένος

adjective (included with email)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
After I read an email, I look below the text to see if there are any attached documents.
Αφότου διαβάσω ένα email, κοιτάζω κάτω από το κείμενο για να δω εάν υπάρχουν συνημμένα αρχεία.

δεμένος

(figurative (fond of) (μτφ: με κάτι, κάποιον)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
My daughter is very attached to her stuffed bear.
Η κόρη μου είναι πολύ δεμένη με το λούτρινο αρκουδάκι της.

με μεσοτοιχία

adjective (sharing a wall)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The house has an attached garage.

σε σχέση

adjective (informal, figurative (having a boy- or girlfriend)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are you attached? Or are you looking for a relationship?

αποσπασμένος

adjective (military (military: assigned to a unit)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The sergeant is an advisor, attached to a foreign military unit.

συνδέω

transitive verb (connect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The seamstress attached the buttons as the last step in mending the dress.
Η μοδίστρα έβαλε τα κουμπιά στο τελευταίο στάδιο της επιδιόρθωσης του φορέματος.

συνδέω

(connect to) (κτ σε κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children attached hooks to the ornaments before placing them on the Christmas tree.
Τα παιδιά έβαλαν γαντζάκια στα στολίδια πριν τα κρεμάσουν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

στερεώνω

(fasten) (έμφαση στο στήριγμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jamie attached a note for her son's teacher to his sleeve so he would not forget.
Η Τζέιμι έβαλε (or: τοποθέτησε) στο μανίκι του γιου της ένα σημείωμα για τη δασκάλα του, ώστε να μην το ξεχάσει.

επισυνάπτω

transitive verb (append, enclose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When Tina sent the email, did she attach the photos?
Όταν η Τίνα έστειλε το email, επισύναψε τις φωτογραφίες;

επισυνάπτω

(append, enclose) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hacker had attached a computer virus to the email.
Ο χάκερ είχε επισυνάψει έναν ιό στο email.

στερεώνομαι σε κτ, τοποθετούμαι σε κτ, δένομαι σε κτ

(be fastened)

A carabiner attaches to your belt or bag strap so that you can easily carry keys, a water bottle or other equipment.

κολλάω σε κπ/κτ

verbal expression (figurative (individual, group: follow around) (μεταφορικά)

Dave attached himself to our group in the first week of college, but none of us really like him.

συνδέομαι με κτ, σχετίζομαι με κτ

verbal expression (be associated with)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Will attached himself to the new business venture.

κατάσχω

transitive verb (law: seize, transfer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The judge decided to attach a percentage of his salary for unpaid child support.

αποδίδω κτ σε κτ

transitive verb (figurative (ascribe)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The appraiser attached a value of $5,000 to the old grandfather clock.

ορίζω, διορίζω

transitive verb (often passive (officially appoint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They attached Melinda as a security officer for the department.

διορίζω στρατιωτικό ακόλουθο

(often passive (military: assign)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sergeant attached Rick to a special ops unit.

συνημμένο έγγραφο

noun ([sth] appended to letter or e-mail)

Please read and sign the attached document.

δένομαι

verbal expression (figurative (grow fond of) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
At first I didn't like him, but I've since become really attached to that dog.
Στην αρχή δεν το συμπαθούσα, αλλά πλέον έχω δεθεί πολύ με αυτό το σκυλί.

χωρίς δεσμεύσεις

expression (figurative (without conditions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I will give you my old coat, no strings attached.

συνημμένα θα βρείτε

expression (formal, written (see the attached document)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please find attached a check for $25 for the application fee.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attached στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του attached

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.