Τι σημαίνει το collect στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης collect στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του collect στο Αγγλικά.

Η λέξη collect στο Αγγλικά σημαίνει συλλέγω, εισπράττω, μαζεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνω, παίρνω, συγκεντρώνω δωρεές, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, πληρώνομαι, παραλαμβάνω, ηρεμώ, συγκεντρώνομαι, μαζεύω, συγκεντρώνω, τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωση, κλήση με χρέωση παραλήπτη, συγκεντρώνομαι, αντικαταβολή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης collect

συλλέγω

transitive verb (gather objects as hobby)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He collects model cars.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μαζεύει γραμματόσημα από παιδί.

εισπράττω

transitive verb (receive payment) (πληρωμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The paperboy collected the money due to him.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πέρασε η σπιτονοικοκυρά να πάρει το νοίκι.

μαζεύω

transitive verb (accumulate [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The furniture collects dust.
Το έπιπλο μαζεύει σκόνη.

μαζεύω, συγκεντρώνω

transitive verb (gather information, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She collected all the information she could find on the topic.
Μάζεψε όλες τις πληροφορίες που μπορούσε να βρει για το θέμα.

συγκεντρώνω

transitive verb (solicit donations)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He stood there all day with his charity tin collecting money for the homeless.
Στεκόταν εκεί όλη μέρα με το κουτί δωρεών, για να συγκεντρώσει χρήματα για τους άστεγους.

παίρνω

transitive verb (pick up, fetch [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I collect the children from their father's at 5pm on a Sunday.
Την Κυριακή παίρνω τα παιδιά από τον πατέρα τους στις 5 το απόγευμα.

συγκεντρώνω δωρεές

(solicit donations) (για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We're collecting for charity.
Μαζεύουμε χρήματα για φιλανθρωπίες.

συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι

intransitive verb (accumulate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The papers collected in the corner for months.
Τα χαρτιά μαζεύονταν (or: συσσωρεύονταν) στη γωνία για μήνες.

πληρώνομαι

intransitive verb (take payments)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The paperboy usually collects on Thursdays.
Ο νεαρός που διανέμει τις εφημερίδες πληρώνεται τις Πέμπτες συνήθως.

παραλαμβάνω

transitive verb (receive, be awarded [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm here to collect the award on behalf of my mother.

ηρεμώ, συγκεντρώνομαι

transitive verb and reflexive pronoun (figurative (emotions: calm)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let me collect myself before I go out on stage. I'm still a bit emotional.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μαζέψου, δεν είναι ωραίο να κλαις μπροστά στον κόσμο.

μαζεύω, συγκεντρώνω

phrasal verb, transitive, separable (objects: pick up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She collected up the toys that the children had left scattered around the room.

τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωση

verbal expression (US (reverse phone charges)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Επειδή δεν είχε χρήματα, τηλεφώνησε στους γονείς του με δική τους χρέωση.

κλήση με χρέωση παραλήπτη

noun (US (phone: reversed charges)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συγκεντρώνομαι

verbal expression (figurative (compose yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He collected his thoughts before he started speaking.

αντικαταβολή

noun (recipient pays on delivery)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του collect στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του collect

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.