Τι σημαίνει το attacher στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης attacher στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attacher στο Γαλλικά.
Η λέξη attacher στο Γαλλικά σημαίνει στερεώνω, ασφαλίζω, σφραγίζω, συνδέω, δένω, δένω, ασφαλίζω, βάζω ζώνη σε κπ, στερεώνω, ασφαλίζω, δένω, δένω, ασφαλίζω, δένω, δένω σφικτά, ζεύω, δένω, προσδένω, δένω, δένω, δένω, δένω, δένω, πιάνω, βάζω, ασφαλίζω κπ με γάντζο, αγκιστρώνω, δένω, δένω, δένω, ενώνω, σφίγγω, στερεώνω, δένω κτ με κτ άλλο, κουμπώνω, έμφαση, δένω, ενώνω, βάζω συνδετήρα, καρφιτσώνω, συνδέω, στερεώνω, στερεώνω, στερεώνομαι σε κτ, τοποθετούμαι σε κτ, δένομαι σε κτ, κουμπώνω, κολλάω, δένομαι, αρχίζω να συμπαθώ κπ/κτ, συνδέομαι, κουμπώνω τη ζώνη μου, βάζω ζώνη, πιάνομαι με κλιπ, πιάνομαι με κλιψάκι, δένω χειροπόδαρα, επανασυνδέω, δένω, δένω κτ σε κτ, βάζω ζώνη, βάζω ψηλά, έχω ψηλά, ενώνω με συνδετήρα, τυλίγω, δένω, πιάνω κτ με κλιπ, πιάνω κτ με κλιψάκι, ζεύω,κοτσάρω, καρφιτσώνω, δένω, δένω κτ/κπ σε κτ/κπ με αλυσίδα, καρφώνω, δένω με ιμάντα, εκτιμάω, εκτιμώ, έμφαση, δένω, πιάνω κτ με συνδετήρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης attacher
στερεώνω, ασφαλίζω, σφραγίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jenna ferma la boîte et la ferma à l'aide de cordes. Η Τζέννα έκλεισε τη βαλίτσα και την έδεσε με σπάγγο. |
συνδέω(un objet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η μοδίστρα έβαλε τα κουμπιά στο τελευταίο στάδιο της επιδιόρθωσης του φορέματος. |
δένω(une ceinture) (ζώνη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate attacha sa ceinture et démarra la voiture. |
δένω, ασφαλίζωverbe transitif (avec de la corde) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω ζώνη σε κπverbe transitif (avec ceinture de sécurité) (σε όχημα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στερεώνω, ασφαλίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένωverbe transitif (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a attaché le cheval au poteau. Έδεσε το άλογο στον πάσσαλο. |
δένω, ασφαλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένω σφικτάverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζεύω(à un poteau,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le bandit attacha et bâillonna la femme. Ο εγκληματίας έδεσε και φίμωσε τη γυναίκα. |
προσδένω, δένωverbe transitif (une ceinture,...) (ζώνη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous vous prions d'attacher vos ceintures avant le décollage. Παρακαλούμε προσδέστε (or: δέστε) τις ζώνες ασφαλείας σας πριν την απογείωση. |
δένωverbe transitif (ses lacets, ses chaussures) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La coureuse a attaché ses lacets en les serrant bien avant de commencer son jogging. Η δρομέας έδεσε σφιχτά τα κορδόνια της πριν αρχίσει το τρέξιμο. |
δένωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ulysse demanda à son équipage de l'attacher au mât de son navire. |
δένωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένω, πιάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Généralement, les gymnastes aux cheveux longs s'attachent les cheveux avant de concourir. |
βάζωverbe transitif (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gouvernement a attaché une clause fiscale à la loi sur le logement. |
ασφαλίζω κπ με γάντζοverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγκιστρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les ouvriers attachent les rondins avant qu'ils ne soient envoyés à l'usine. |
δένωverbe transitif (les cheveux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La volleyeuse a attaché ses longs cheveux pour qu'ils ne lui tombent pas dans les yeux pendant le tournoi. |
δένωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενώνωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σφίγγω, στερεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fixe la ponceuse au bout de l'établi. Στερέωσε το τριβείο στην άκρη του πάγκου εργασίας. |
δένω κτ με κτ άλλοverbe transitif Il attacha (or: ficela) solidement le paquet. Έδεσε το πακέτο με έναν χοντρό σπάγγο. |
κουμπώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pourriez-vous fermer mon bracelet ? |
έμφαση(figuré) (αυξημένη προσοχή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le patron appréciait le fait qu'il mette l'accent sur une bonne communication. Το αφεντικό του χάρηκε για την έμφαση που έδινε στην ομαλή επικοινωνία. |
δένω(Marine, technique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a assemblé les pièces du puzzle. Ένωσε τα δύο κομμάτια του παζλ. |
βάζω συνδετήραverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καρφιτσώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La couturière épingle l'ourlet de la robe. Η μοδίστρα καρφιτσώνει το στρίφωμα του φορέματος. |
συνδέω(κτ σε κτ/κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les enfants ont accroché des crochets aux décorations avant de les mettre dans le spain de Noël. Τα παιδιά έβαλαν γαντζάκια στα στολίδια πριν τα κρεμάσουν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. |
στερεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alan attacha les valises à la galerie. Ο Άλαν στερέωσε τις βαλίτσες στη σχάρα του αυτοκινήτου. |
στερεώνω(έμφαση στο στήριγμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jamie a accroché un mot à l'attention de son professeur sur sa manche pour ne pas oublier. Η Τζέιμι έβαλε (or: τοποθέτησε) στο μανίκι του γιου της ένα σημείωμα για τη δασκάλα του, ώστε να μην το ξεχάσει. |
στερεώνομαι σε κτ, τοποθετούμαι σε κτ, δένομαι σε κτ
Le mousqueton s'accroche à votre ceinture pour vous permettre de transporter facilement vos clés, une gourde ou tout autre équipement. |
κουμπώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κολλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nina a scotché le trou dans ses jeans comme solution temporaire. Η Νίνα κόλλησε με σελοτέιπ την τρύπα στο παντελόνι της ως προσωρινή επισκευή. |
δένομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Au début, je ne l'aimais pas, mais depuis, je me suis attaché à ce chien. Στην αρχή δεν το συμπαθούσα, αλλά πλέον έχω δεθεί πολύ με αυτό το σκυλί. |
αρχίζω να συμπαθώ κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma belle-sœur et moi ne nous entendions pas très bien au début mais, progressivement, nous nous sommes attachées l’une à l’autre. Στην αρχή δεν τα πηγαίναμε καλά με την κουνιάδα μου, αλλά τώρα συμπαθηθήκαμε αρκετά. |
συνδέομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ces parties s'imbriquent pour garder les bretelles en place. Αυτά τα κομμάτια συνδέονται για να κρατήσουν τις δέστρες στη θέση τους. |
κουμπώνω τη ζώνη μου(ζώνη ρούχου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) N'oublie pas d'attacher ta ceinture avant de commencer à conduire. Μην ξεχνάς να βάζεις τη ζώνη σου πριν ξεκινήσεις να οδηγάς. |
βάζω ζώνηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνομαι με κλιπ, πιάνομαι με κλιψάκιverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δένω χειροπόδαρα(d'un cochon) (ζώο ή σαν ζώο) |
επανασυνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chauffeur a attaché ma valise avec une sangle avant de partir. Attachons nos bagages et partons en randonnée. Ο οδηγός έδεσε τη βαλίτσα μου στο επάνω μέρος του λεωφορείου. Ας δέσουμε τα σακίδιά μας και ας ξεκινήσουμε την πεζοπορία στο μονοπάτι. |
δένω κτ σε κτ(με λουρί, σκοινί κτλ.) Tu peux attacher ton cheval à cette rampe. Μπορείς να δέσεις το άλογό σου σ' αυτό το κάγκελο. |
βάζω ζώνηlocution verbale (σε μεταφορικό μέσο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma mère a insisté pour que j'attache la ceinture de ma petite sœur avant de démarrer. |
βάζω ψηλά, έχω ψηλά(καθομ, μεταφορικά) Maggie attachait beaucoup de valeur à son amitié avec Lydia. Η Μάγκυ εκτιμούσε τη φιλία της με τη Λυδία. |
ενώνω με συνδετήρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le caissier attacha le chèque et la facture avec un trombone. |
τυλίγω, δένωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Attache le paquet avec de la ficelle. |
πιάνω κτ με κλιπ, πιάνω κτ με κλιψάκιlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζεύω,κοτσάρω(à un poteau,...) (για ζώα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a attaché son cheval à un poteau puis est rentré dans le saloon pour boire du whisky. |
καρφιτσώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Τζέιμς καρφίτσωσε την αφίσα στον πίνακα ανακοινώσεων. |
δένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le messager a sanglé les colis à l'arrière de sa bicyclette et est parti. Ο ταχυδρόμος έδεσε το δέμα στο πίσω μέρος του ποδηλάτου του και ξεκίνησε. |
δένω κτ/κπ σε κτ/κπ με αλυσίδα(une personne) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Όταν παρκάρεις το ποδήλατό σου θυμήσου να το δένεις με αλυσίδα σε μια ράμπα ποδηλάτων ή σε ένα δέντρο. |
καρφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Γουέντυ στερέωσε τη σκηνή στο έδαφος με πασσάλους. |
δένω με ιμάνταlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Clint attacha soigneusement les caisses avec une ceinture à l'arrière du camion. Ο Κλιντ έδεσε γερά τα κιβώτια στο φορτηγό. |
εκτιμάω, εκτιμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Notre entreprise accorde de l'importance à ses collaborateurs. Η εταιρία μας λογαριάζει (or: υπολογίζει) τους ανθρώπους της. |
έμφασηlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le patron d'Ann attache de l'importance à la justesse. |
δένωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le matelot a attaché avec une corde la boîte qui contenait de la nourriture au mât pour ne pas qu'elle soit emportée par les vagues. |
πιάνω κτ με συνδετήραlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attacher στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του attacher
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.