Τι σημαίνει το comprend στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης comprend στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comprend στο Γαλλικά.
Η λέξη comprend στο Γαλλικά σημαίνει καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοώ, ξέρω, γνωρίζω, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, ακούω, βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, πιάνω το νόημα, καταλαβαίνω, συμμερίζομαι, ταυτίζομαι, συναισθάνομαι, αποτελούμαι από κτ, συνίσταμαι από κτ, συγκροτούμαι από κτ, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, βγάζω άκρη, το πιάνω, συμμερίζομαι, συναισθάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, αρχίζω να καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, αντίληψη, περιλαμβάνω, εμπεριέχω, συμμερίζομαι, επεξεργάζομαι, αναλύω, χαραμίζομαι, πιάνω, έχω, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, περιλαμβάνω, εμπεριέχω, που περιλαμβάνει κτ/κπ, καταλαβαίνω, ακούω, προσπαθώ να κατανοήσω κτ, προσπαθώ να καταλάβω κτ, το πιάνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, βγάζω άκρη με κτ, αριθμώ, που συνίσταται από κτ, που αποτελείται από κτ, που συγκροτείται από κτ, πιάνω το νόημα, αντιλαμβάνομαι, εκλαμβάνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, συμμερίζομαι, αντιλαμβάνομαι, διακρίνω, απαρτίζομαι, αποτελούμαι, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, συμπεραίνω, χωρίς, που τα πιάνει γρήγορα, ακατανόητος, σε αντιπαράθεση, Τι παίζει;, Τι τρέχει;, άντε να βγάλεις άκρη, που μαθαίνει εύκολα, κάνω κπ να καταλάβει κτ, δίνω σε κπ να καταλάβει κτ, ξεκαθαρίζω, είμαι σαφής, εξηγώ τη θέση μου, εξηγώ την άποψή μου, καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοώ, καταλαβαίνω, υπονοώ, υπαινίσσομαι, δεν πιάνω το νόημα, δεν καταλαβαίνω κτ, δυσκολεύομαι να καταλάβω κτ, καταλαβαίνω, πιάνω το νόημα, παρεξηγώ, παρερμηνεύω, παρερμηνεύω, συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώ, περνάω, καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά, μου κάνει εντύπωση, με εκπλήσσει, καταλαβαίνω,πιάνω το νόημα, παρεξηγώ, παρερμηνεύω, γίνομαι κατανοητός, που δεν τα πιάνει γρήγορα, πιάνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ, εμφυσύω κτ σε κπ, εμπνέω κτ σε κπ, τονίζω κτ σε κπ, επισημαίνω κτ σε κπ, καταλαβαίνω, κατανοώ, συμπεραίνω ότι/πώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης comprend
καταλαβαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Est-ce que tu comprends ce que je dis ? Αντιλαμβάνεσαι τι λέω; |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle ne comprend pas l'algèbre. Δεν καταλαβαίνει την Άλγεβρα. |
καταλαβαίνω, κατανοώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle ne comprend pas les instructions. Δεν μπορεί να καταλάβει τις οδηγίες. |
κατανοώ, ξέρω, γνωρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne comprends pas parfaitement le code de la route, donc je ne peux pas vous conseiller. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν σκαμπάζω τίποτα από μαγειρική, μη ρωτάς τη γνώμη μου! |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu comprends ce que je te dis ? Πιάνεις τι λέω; |
καταλαβαίνω, κατανοώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Même si je ne suis pas d'accord avec lui, je comprends son point de vue. |
περιλαμβάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce service en argent comprend-il des cuillères à café ? Το σετ με τα ασημικά περιλαμβάνει και κουταλάκια του γλυκού; |
συμπεριλαμβάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce prix inclut-il le parking ? Αυτή η τιμή συμπεριλαμβάνει και το πάρκινγκ; |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pardon, je n'ai pas entendu. Qu'est-ce que tu as dit ? Συγγνώμη, δεν το άκουσα. Τι είπες; |
βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vois (or: Je comprends) ce que tu dis, mais je ne suis toujours pas d'accord. Καταλαβαίνω τι λες, ωστόσο δεν συμφωνώ. |
καταλαβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après l'explication d'Anne, j'ai enfin compris. |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιάνω το νόημα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Des problèmes avec vos ados ? Je comprends complètement. Έχεις προβλήματα με τα έφηβα παιδιά σου; Σε νιώθω. |
συμμερίζομαι, ταυτίζομαι, συναισθάνομαι(αισθήματα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu as des problèmes avec ta déclaration d'impôt ? Je peux comprendre ! Σε παιδεύει η φορολογική δήλωση; Σε νιώθω! |
αποτελούμαι από κτ, συνίσταμαι από κτ, συγκροτούμαι από κτ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Une zone périurbaine comprend la ville et plusieurs de ses banlieues. Η μετροπολιτική περιοχή αποτελείται από το κέντρο και αρκετά προάστια. |
καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mindy ne comprenait pas l'envie qu'avait sa sœur d'abandonner l'école. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν το χωράει το μυαλό μου ότι ο αδερφός μου χώρισε τη γυναίκα του. Έδειχνε τόσο ευτυχισμένος! |
καταλαβαίνω, κατανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι μαθητές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τη μεγάλη, πολύπλοκη παράγραφο. |
βγάζω άκρη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το πιάνω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η Κάρολ δεν καταλάβαινε για πολύ καιρό και μετά, εντελώς ξαφνικά, το έπιασε. |
συμμερίζομαι, συναισθάνομαι(κάτι όχι κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est une excellente enseignante qui comprend ses étudiants. |
καταλαβαίνω, κατανοώ(τι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'arrive pas à comprendre ce qui a pu te pousser à faire ça. Απλά δεν μπορώ να καταλάβω τι σε έκανε να το κάνεις. |
καταλαβαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a finalement compris pourquoi sa voiture ne voulait pas démarrer. Στο τέλος, κατάλαβε γιατί δεν έπαιρνε μπρος το αμάξι του. |
κατανοώ, καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρχίζω να καταλαβαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'aimerais bien comprendre la physique élémentaire. Πολύ θα ήθελα να αρχίσω να καταλαβαίνω τις βασικές έννοιες της φυσικής. |
κατανοώ, καταλαβαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je peux comprendre ta tristesse de perdre ton père. |
καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'espère que vous comprendrez mon point de vue. Ελπίζω να μπορείς να καταλάβεις την άποψή μου. |
αντίληψηverbe transitif (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai peut-être tort, mais je comprends qu'ils ne sont plus ensemble. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά η αντίληψή μου είναι ότι δεν είναι πια μαζί. |
περιλαμβάνω, εμπεριέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La dissertation ne comprend pas de solution au problème. Η έκθεση δεν περιλαμβάνει (or: εμπεριέχει) κάποια λύση στο πρόβλημα. |
συμμερίζομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tous ceux qui ont vécu la même chose comprendront la déception d'Amy. |
επεξεργάζομαι, αναλύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tâchons de comprendre cette histoire une fois pour toutes. |
χαραμίζομαιverbe transitif (changement de sujet) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il ne la comprend pas : il ne se rend pas compte de ses qualités. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Χαραμίζεται μαζί του· εκείνος δεν εκτιμά τα καλά στοιχεία της. |
πιάνω, έχω(αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne comprends rien du tout à ça. Tu peux me le réexpliquer ? |
καταλαβαίνω, κατανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'essaie de comprendre le subjonctif mais je ne suis pas encore sûr de savoir quand l'utiliser. |
καταλαβαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gerald ne parvenait pas à saisir le concept alambiqué que son professeur tentait d'expliquer. Ο Τζέραλντ δεν μπορούσε να κατανοήσει την πολύπλοκη έννοια που προσπαθούσε να εξηγήσει ο δάσκαλός του. |
περιλαμβάνω, εμπεριέχωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La substance radioactive est contenue dans du plomb. |
που περιλαμβάνει κτ/κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le prix du repas comprend (or: inclut) les boissons. Η τιμή του γεύματος περιλαμβάνει τα ποτά. |
καταλαβαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'ai pas compris ce que vous avez dit. Δεν έπιασα τι είπες. |
προσπαθώ να κατανοήσω κτ, προσπαθώ να καταλάβω κτverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το πιάνω(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Είπε ένα ανέκδοτο, αλλά δεν το έπιασα. |
κατανοώ, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il y a tant de choses dans l'espace que nous ne pouvons pas encore appréhender. |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Γουέντι δεν μπορούσε να καταλάβει τις απόψεις τους και δυσκολευόταν να ταιριάξει μαζί τους. |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mary a rapidement saisi ce que disait David. Η Μαίρη αντιλήφθηκε (or: κατάλαβε) γρήγορα αυτό που έλεγε ο Ντέιβιντ. |
βγάζω άκρη με κτ(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αριθμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le groupe comptait quelques étudiants parmi ses fans. Το συγκρότημα αριθμούσε αρκετούς φοιτητές ανάμεσα στους θαυμαστές του. |
που συνίσταται από κτ, που αποτελείται από κτ, που συγκροτείται από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Notre groupe est composé de deux professeurs et de trois élèves. Η ομάδα μας αποτελείται από δύο καθηγητές και τρεις φοιτητές. |
πιάνω το νόημα(un peu familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιλαμβάνομαι, εκλαμβάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joe a interprété la demande de sa mère comme un ordre et a nettoyé sa chambre. Ο Τζο ερμήνευσε την παράκληση της μητέρας του ως διαταγή και καθάρισε το δωμάτιό του. |
καταλαβαίνω, κατανοώ, συμμερίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je compatis avec tous ceux qui ont déjà perdu leur conjoint. |
αντιλαμβάνομαι, διακρίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jane percevait le refus de Martin de changer d'avis. Η Τζέιν αντιλήφθηκε την απροθυμία του Μάρτιν να αλλάξει άποψη. |
απαρτίζομαι, αποτελούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cette famille se compose d'un père, d'une mère et d'un enfant. Η οικογένεια αυτή απαρτίζεται (or: αποτελείται) από έναν άνδρα, μια γυναίκα και ένα παιδί. |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Συμμερίζομαι την κατάστασή του. |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαιlocution verbale (ότι/πως κπ κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand mon mari me dit que le repas que j'ai préparé est « intéressant », je comprends que ça ne lui plaît pas. J'ai compris que John était aux Fiji, mais j'avais mal compris : il était au Vénézuela. Όταν ο άντρας μου λέει ότι το φαγητό που έφτιαξα είναι «ενδιαφέρον» καταλαβαίνω ότι εννοεί πως δεν του αρέσει. |
καταλαβαίνω, συμπεραίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois comprendre que tu la détestes. Est-ce que c'est vrai ? |
χωρίς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le prix est hors taxes. Αυτή η τιμή δεν περιλαμβάνει τους φόρους. |
που τα πιάνει γρήγορα(ανεπίσημο, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακατανόητοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ses motivations sont difficiles à comprendre. |
σε αντιπαράθεση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Τι παίζει;, Τι τρέχει;(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν δουλεύει καθόλου και τώρα ορίστηκε διευθύντριά μας. Πώς έγινε αυτό; |
άντε να βγάλεις άκρη(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που μαθαίνει εύκολαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce garçon comprend très vite. |
κάνω κπ να καταλάβει κτ, δίνω σε κπ να καταλάβει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'aimerais lui faire comprendre combien je l'aime. |
ξεκαθαρίζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il m'a bien fait comprendre que je ne l'intéressais pas. |
είμαι σαφήςverbe pronominal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Tu ne dois plus jamais faire ça, est-ce que je me suis bien fait comprendre ? |
εξηγώ τη θέση μου, εξηγώ την άποψή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dale avait du mal à exprimer son point de vue pendant le débat. |
καταλαβαίνω, κατανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut lire plusieurs fois un ouvrage de philosophie pour arriver à le comprendre. Τα φιλοσοφικά έργα πρέπει να τα διαβάσει κανείς πολλές φορές για να τα καταλάβει. |
κατανοώ, καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) À force de jouer, il commençait à mieux comprendre le jeu. |
υπονοώ, υπαινίσσομαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu cherches à (me) faire comprendre que ma chemise est moche ? |
δεν πιάνω το νόημα
Tu ne comprends pas : ce n'est pas une histoire de salaire, mais de conditions. |
δεν καταλαβαίνω κτ, δυσκολεύομαι να καταλάβω κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne comprends pas bien ce que veulent dire les résultats de ma prise de sang. |
καταλαβαίνω, πιάνω το νόημα(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je n'ai pas tout suivi mais en gros, je crois comprendre ce que tu veux dire. |
παρεξηγώ(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian a mal compris Lauren lorsqu'elle l'a invité à déjeuner et il s'est présenté au petit déjeuner. Ο Μπράιαν δεν κατάλαβε τη Λώρεν όταν τον κάλεσε για μεσημεριανό και εμφανίστηκε για πρωινό. |
παρερμηνεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'historien a mal compris Abraham Lincoln. |
παρερμηνεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous nous comprenons tellement bien que parfois, nous n'avons même pas besoin de nous parler. |
περνάω(μεταφορικά: μήνυμα, ιδέες, απόψεις) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a fait passer ses idées de manière efficace. Μετέφερε τις ιδέες του όμορφα και συνοπτικά. |
καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά
Je vais vous relire ce que j'ai noté pour m'assurer que j'ai bien compris ce que vous voulez. |
μου κάνει εντύπωση, με εκπλήσσει(κτ, το ότι...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταλαβαίνω,πιάνω το νόημαverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παρεξηγώ(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Κάθε φορά που οι γονείς του Τζον προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, το παρεξηγούσε και νόμιζε πως προσπαθούσαν να του κάνουν τη ζωή του πιο δύσκολη. |
παρερμηνεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) À en juger par vos commentaires, vous avez mal interprété mes idées. |
γίνομαι κατανοητόςverbe pronominal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il faut que je me fasse comprendre par mon fils et qu'il voie que la drogue n'est pas la solution. Πρέπει να κάνω τον γιο μου να καταλάβει πως τα ναρκωτικά δεν είναι η λύση! |
που δεν τα πιάνει γρήγοραlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai finalement compris que (or: réalisé que) c'était à son frère jumeau que je parlais. Ξαφνικά πήρα χαμπάρι ότι αυτός που μίλαγα ήταν ο δίδυμος αδερφός του. |
καταλαβαίνω, κατανοώ(πώς) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est impossible de comprendre comment marche une machine si complexe. Είναι αδύνατον να αντιληφθείς πώς λειτουργεί μια τόσο πολύπλοκη μηχανή. |
κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμφυσύω κτ σε κπ, εμπνέω κτ σε κπ(des connaissances, des principes) (μεταδίδω) Leur grand-mère leur a inculqué la piété dès leur plus jeune âge. |
τονίζω κτ σε κπ, επισημαίνω κτ σε κπ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois bien vous faire comprendre le besoin de la discrétion totale. Ken a essayé de bien faire comprendre l'importance du travail acharné à ses enfants. Πρέπει να σου επισημάνω την ανάγκη για άκρα μυστικότητα. Ο Κεν προσπάθησε να τονίσει τη σημασία της σκληρής εργασίας στα παιδιά του. |
καταλαβαίνω, κατανοώ(γιατί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sa famille n'a pas compris pourquoi il a soudain arrêté l'école. Η οικογένειά του δεν καταλάβαινε γιατί σταμάτησε ξαφνικά το σχολείο. |
συμπεραίνω ότι/πώς(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comprend στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του comprend
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.