Τι σημαίνει το complet στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης complet στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του complet στο Γαλλικά.

Η λέξη complet στο Γαλλικά σημαίνει <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πλήρης, ολόκληρος, ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής, πλήρης, απόλυτος, πλήρης, παντελής, κοστούμι, ολοκληρωμένος, δεν υπάρχουν διαθέσιμα δωμάτια, 100% πληρότητα, 100% πληρότητα, ολικής αλέσεως, ολικής άλεσης, γενικός, συνολικός, περιεκτικός, απόλυτος, ακέραιος, πλήρης, απόλυτος, ολικής αλέσεως, πλήρης, πλήρως σχηματισμένος, ο απόλυτος, εντελώς, στρογγυλεμένος, sold out, που έχει ξεφύγει, που χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα, που χρησιμοποιεί όλους τους διαθέσιμους πόρους, sold out, πλήρης, πολύπλευρος, περιεκτικός, ευρύς, γενικός, κανονικός, εντελώς, απόλυτα, πλήρης, συνολικός, απόλυτος, μεγάλος, πλήρης, ολόκληρος, πολυτάλαντος, παντελώς, ολωσδιόλου, πλήρης, εξαντλητικός, διεξοδικός, επεκτατικός, αναλυτικός, συνεχής, ολοκληρωμένος, συνολικός, γενικός, πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά, ολικός, ολοσχερής, γενικός, καθολικός, ολόκληρος, όλος, απόλυτος, πανοραμικός, ολικής αλέσης, ελεύθερος, κενός, συμπληρωμένη αίτηση, ιππικός διαγωνισμός με τρία αγωνίσματα, επιβάτες, μαύρο ρύζι, ένας πλήρης γύρος, διεξοδική εξέταση, πλήρες ωράριο, δουλειά πλήρους απασχόλησης, υπάλληλος πλήρους απασχόλησης, απόλυτη συμφωνία, ολοκληρωτική αλλαγή, πλήρης, πλήρης διαθεσιμότητα, μαζική μεταστροφή, γύρος γκολφ, μαύρο ψωμί, πλήρες γεύμα, ξεπουλάω, πλήρους ωραρίου, μπισκότο digestive, όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο, με πλήρες ωράριο, πλήρης στάση, μεγάλη μεταρρύθμιση, μαύρο ψωμί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης complet

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjectif (Base-ball, Can : compte)

Avec un complet, il a triplé du côté gauche.

πλήρης

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La collection fut enfin complète après l'acquisition du livre manquant. C'est la trilogie complète.
Η συλλογή έγινε πλήρης μετά την απόκτηση του τελευταίου βιβλίου που έλειπε. Αυτή είναι η πλήρης τριλογία.

ολόκληρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle attendit une semaine complète avant de dire non.
Περίμενε μία ολάκερη εβδομάδα πριν να πει όχι.

ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής, πλήρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La guerre causa la destruction complète (or: totale) de la ville.
Ο πόλεμος προκάλεσε την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης.

απόλυτος, πλήρης, παντελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοστούμι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Étonnamment, le costume trois-pièces va bien à mon frère.

ολοκληρωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Avec ce logiciel, vous disposez d'un outil complet de retouche photo qui vous permettra de créer de superbes images.

δεν υπάρχουν διαθέσιμα δωμάτια

(panneau : hôtel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

100% πληρότητα

adjectif

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Je m'excuse Marie mais demande à quelqu'un d'autre pour t'emmener au pique-nique, je suis complet.

100% πληρότητα

adjectif (hôtel) (κτίριο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pendant le festival tous les hôtels de Cannes et de la région sont complets.

ολικής αλέσεως, ολικής άλεσης

(pain)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Le pain complet a beaucoup plus de goût que le pain banc.

γενικός, συνολικός, περιεκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'examen de fin de semestre sera complet et abordera tout ce que nous avons étudié.

απόλυτος

(idiot, crétin,…)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακέραιος, πλήρης, απόλυτος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En tant que personne complète, John excelle à l'école aussi bien qu'en sport et en musique.

ολικής αλέσεως

adjectif (céréales)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'aime beaucoup le pain complet, par contre j'aime beaucoup moins le riz complet.

πλήρης

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'hôtel qui nous plaisait était complet, alors on en a trouvé un autre tout près.

πλήρως σχηματισμένος

adjectif

ο απόλυτος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στρογγυλεμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le documentaire aurait pu donner une vision plus complète du sujet.

sold out

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που έχει ξεφύγει

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα, που χρησιμοποιεί όλους τους διαθέσιμους πόρους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

sold out

(concert, spectacle)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Το συγκρότημα θα δώσει τρεις sold out συναυλίες στο Λονδίνο.

πλήρης, πολύπλευρος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιεκτικός, ευρύς, γενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les parents souhaitent que leurs enfants bénéficient d'une éducation complète.

κανονικός

adjectif (système,...) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντελώς, απόλυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mon nouveau patron est un complet raseur.

πλήρης

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jack a fait un contrôle complet du vélo.
Ο Τζακ έκανε έναν πλήρη έλεγχο στο ποδήλατο.

συνολικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'école a pour but de donner une éducation complète à ses élèves.
Στόχος του σχολείου είναι να παρέχει ευρεία εκπαίδευση στους μαθητές του.

απόλυτος

(εμφατικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le projet fut un échec complet (or: total), et n'a abouti à rien.
Το έργο ήταν απόλυτη αποτυχία και δεν κατάφερε τίποτα.

μεγάλος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un dictionnaire complet, qui comprend des milliers de mots.
Είναι μεγάλο λεξικό που καλύπτει χιλιάδες λέξεις.

πλήρης, ολόκληρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολυτάλαντος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joe est devenu un joueur polyvalent (or: complet) dans l'équipe de basket.
Ο Τζο έχει εξελιχθεί σε πολυτάλαντο παίκτη για την ομάδα μπάσκετ.

παντελώς, ολωσδιόλου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bill croit que Shakespeare est l'auteur d' « Orgueil et préjugés » ? Cet homme est un vrai idiot !

πλήρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Helen accordait toute son attention à Rose.

εξαντλητικός, διεξοδικός

(πλήρης)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επεκτατικός, αναλυτικός

(global)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνεχής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολοκληρωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

συνολικός, γενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά

(figuré, familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Charles ne pourrait jamais vivre à l'étranger : c'est un Anglais pur jus.

ολικός, ολοσχερής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle était tellement énervée qu'elle a piqué une colère extrême au milieu du magasin.

γενικός, καθολικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les habitants de la ville ont exprimé une désapprobation totale des aliments génétiquement modifiés.
Οι κάτοικοι της πόλης εξέφρασαν τη γενική αποδοκιμασία τους για τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα.

ολόκληρος, όλος

(toutes les parties)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons le squelette entier (or: complet) du dinosaure.
Έχουμε ολόκληρο (or: όλο) τον σκελετό αυτού του δεινοσαύρου.

απόλυτος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'était le bazar total (or: complet) à cause de la grève des transports.

πανοραμικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολικής αλέσης

locution adjectivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ελεύθερος, κενός

(χώρος, δωμάτιο, θέση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a encore de la place dans ce cours si vous voulez vous y inscrire.

συμπληρωμένη αίτηση

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιππικός διαγωνισμός με τρία αγωνίσματα

(sport)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιβάτες

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μαύρο ρύζι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ένας πλήρης γύρος

nom masculin (Sports) (στίβος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διεξοδική εξέταση

nom masculin

Περάσαμε τον σκύλο από διεξοδική εξέταση, αλλά δε βρήκαμε ψύλλους.

πλήρες ωράριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Maintenant que je suis passé d'un mi-temps à un temps plein, je suis couvert par la mutuelle de l'entreprise.
Τώρα που άλλαξα από μερική απασχόληση σε πλήρες ωράριο, καλύπτομαι από το πρόγραμμα ιατρικής περίθαλψης της εταιρείας.

δουλειά πλήρους απασχόλησης

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quand nous étions petits, ma mère a pris un travail à temps complet pour subvenir à nos besoins.

υπάλληλος πλήρους απασχόλησης

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απόλυτη συμφωνία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons pris la décision avec l'accord complet du directeur.

ολοκληρωτική αλλαγή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλήρης

nom masculin (χωρίς περικοπές)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλήρης διαθεσιμότητα

nom masculin

μαζική μεταστροφή

nom masculin

γύρος γκολφ

nom masculin (Golf) (ολοκληρωμένο παιχνίδι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je pensais faire un parcours complet cet après-midi.
Έλεγα να πηγαίναμε για ένα γύρο γκολφ σήμερα το απόγευμα.

μαύρο ψωμί

nom masculin

πλήρες γεύμα

nom masculin

ξεπουλάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'est toujours énervant d'arriver à la billetterie et qu'on vous dise que tout a été vendu.
Είναι πάντα ενοχλητικό να φτάνεις στο γκισέ και να σου λένε ότι έχουν ξεπουλήσει.

πλήρους ωραρίου

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ils pensent que réduire la semaine de travail à temps plein à 36 heures augmentera l'emploi.
Πιστεύουν ότι, μειώνοντας την εργάσιμη εβδομάδα πλήρους ωραρίου σε 36 ώρες, θα αυξηθεί η εργασία.

μπισκότο digestive

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les cultures hispanique utilisent le nom de famille de la mère dans le nom complet de l'enfant.
Οι ισπανόφωνοι πολιτισμοί συμπεριλαμβάνουν το επίθετο της μητέρας στο ονοματεπώνυμο του παιδιού.

με πλήρες ωράριο

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je travaille maintenant à temps complet à la boulangerie du coin.
Τώρα δουλεύω με πλήρες ωράριο στον φούρνο στη γωνία.

πλήρης στάση

nom masculin

La police vous verbalisera si vous n'effectuez pas un arrêt complet au stop.

μεγάλη μεταρρύθμιση

(figuré)

μαύρο ψωμί

nom masculin

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του complet στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του complet

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.