Τι σημαίνει το confiance στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης confiance στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του confiance στο Γαλλικά.

Η λέξη confiance στο Γαλλικά σημαίνει εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη, πεποίθηση, ευθύνη, πίστη, πίστη, εμπιστεύομαι, αυτοπεποίθηση, εμπιστεύομαι, πιστεύω, εμπιστεύομαι, γεμάτος εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, αξιοπιστία, αναξιόπιστος, ανασφαλής, αναξιόπιστος, αφερέγγυος, αναξιόπιστος, αφερέγγυος, έντιμος, τίμιος, που έχει αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνης, καλόπιστα, με εμπιστοσύνη, υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, τυφλή πίστη, ανασφάλεια, έμπιστος φίλος, αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη του καταναλωτή, εμπιστοσύνη των καταναλωτών, αμφίδρομος, σύστημα που λειτουργεί με βάση την εντιμότητα των εμπλεκομένων, αυτοπεποίθηση, ανασφάλεια, αυτοπεποίθηση, κερδίζω την εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι, εμπνέω αυτοπεποίθηση, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, χάνω την αυτοπεποίθηση μου, αποκτώ αυτοπεποίθηση, ανασφαλής, αναποφάσιστος, με εμπιστοσύνη, εκδήλωση ευσυνειδησίας, ψήφος εμπιστοσύνης, αισιόδοξος για κτ, εμπνέω εμπιστοσύνη, είμαι δύσπιστος, έχω εμπιστοσύνη σε κπ, προσεγγίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης confiance

εμπιστοσύνη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai entièrement confiance en toi.
Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.

εμπιστοσύνη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu as ma confiance : j'ai l'impression que je peux tout te dire.
Έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη μου. Νιώθω ότι μπορώ να σου πω οτιδήποτε.

εμπιστοσύνη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ma confiance dans ton honnêteté est totale.

εμπιστοσύνη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πεποίθηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευθύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il n'abusera pas de son poste à responsabilités.

πίστη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La confiance qu'il avait en son fils a permis au père de lui laisser une grande liberté.
Χάρη στην εμπιστοσύνη του πατέρα του, ο νεαρός είχε αρκετή ελευθερία.

πίστη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle avait la conviction qu'il agirait comme il l'avait dit.
Του είχε εμπιστοσύνη ότι θα έκανε αυτό που είπε.

εμπιστεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jemina croit ce que lui dit son père.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δείχνει εμπιστοσύνη στα λόγια του.

αυτοπεποίθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La confiance en lui de l'homme d'affaires est pour beaucoup dans sa réussite.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η αυτοπεποίθησή του τον βοήθησε να πετύχει.

εμπιστεύομαι

(une personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je fais confiance à mon frère.
Έχω εμπιστοσύνη στον αδερφό μου.

πιστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
«Να πιστεύεται στο Θεό!» διαλαλούσε ο ιεροκήρυκας.

εμπιστεύομαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le chat a mis longtemps à apprendre à faire confiance.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τις πήρε καιρό να μάθει να εμπιστεύεται.

γεμάτος εμπιστοσύνη

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αυτοπεποίθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αξιοπιστία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'aime Matthew pour sa fiabilité, je peux toujours compter sur lui.

αναξιόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Henry travaille bien à l'occasion, mais parfois, il est paresseux, et d'autres fois, il ne se présente même pas au travail ; il a perdu beaucoup de contrats parce qu'on ne peut pas compter sur lui.
Μερικές φορές ο Χένρι εργάζεται καλά, αλλά κάποιες φορές είναι τεμπέλης και κάποιες άλλες δεν εμφανίζεται καν για δουλειά· έχει χάσει πολλές δουλειές επειδή είναι αναξιόπιστος.

ανασφαλής

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναξιόπιστος, αφερέγγυος

locution adjectivale (personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναξιόπιστος, αφερέγγυος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έντιμος, τίμιος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει αυτοπεποίθηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπιστοσύνης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλόπιστα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le charpentier a demandé une avance que nous avons payée en toute confiance.

με εμπιστοσύνη

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

υπέρμετρη αυτοπεποίθηση

τυφλή πίστη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανασφάλεια

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η ανασφάλειά του στάθηκε εμπόδιο στις σχέσεις του με τις γυναίκες.

έμπιστος φίλος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Πληγώνεσαι όταν ένας έμπιστος φίλος σε απογοητεύει. Η Σάρον είναι η πιο έμπιστη μου φίλη. Μπορώ να της πω τα πάντα.

αυτοπεποίθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La confiance en soi est dure à acquérir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Επάνω στη σκηνή ο τραγουδιστής του συγκροτήματος ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση.

εμπιστοσύνη του καταναλωτή, εμπιστοσύνη των καταναλωτών

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμφίδρομος

nom féminin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σύστημα που λειτουργεί με βάση την εντιμότητα των εμπλεκομένων

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αυτοπεποίθηση

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανασφάλεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοπεποίθηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κερδίζω την εμπιστοσύνη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai réussi à gagner la confiance de notre nouveau client. Il a gagné la confiance de ses responsables par son excellent travail.
Κατάφερα να κερδίσω την εμπιστοσύνη του τελευταίου πελάτη. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των διευθυντών του με την άψογη δουλειά του.

εμπιστεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu peux me faire confiance.

εμπιστεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμπνέω αυτοπεποίθηση, εμψυχώνω, ενθαρρύνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χάνω την αυτοπεποίθηση μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ne perds pas confiance en toi juste pour une simple erreur.

αποκτώ αυτοπεποίθηση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Maria s'entraînait devant de petits groupes pour prendre confiance avant son grand passage.

ανασφαλής

(μτφ, χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle a paru assez peu sûre d'elle (or: peu assurée) au cours de l'entretien.
Στη συνέντευξη έδωσε την εντύπωση ότι είναι κάπως ανασφαλής.

αναποφάσιστος

(personne : caractéristique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Veronica manque d'assurance (or: de confiance en elle) et qui a du mal à décider quoi faire.

με εμπιστοσύνη

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκδήλωση ευσυνειδησίας

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψήφος εμπιστοσύνης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αισιόδοξος για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai confiance en cette action.
Είμαι αισιόδοξος για αυτή τη μετοχή.

εμπνέω εμπιστοσύνη

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'apparence négligée du vendeur n'inspirait pas confiance en son produit.

είμαι δύσπιστος

verbe transitif

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Elle a douté de lui depuis le début.
Δυσπιστούσε απέναντί του από την αρχή.

έχω εμπιστοσύνη σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσεγγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του confiance στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του confiance

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.