Τι σημαίνει το comprometer-se στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης comprometer-se στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comprometer-se στο πορτογαλικά.

Η λέξη comprometer-se στο πορτογαλικά σημαίνει δεσμεύομαι, δεσμεύομαι, συμφωνώ, ασχολούμαι με κτ, συμμετέχω σε κτ, αναλαμβάνω να κάνω κτ, δεσμεύομαι, δεσμεύομαι, κάνω το επόμενο βήμα, ορκίζομαι, αναλαμβάνω να κάνω κτ, δεσμεύομαι, συμφωνώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης comprometer-se

δεσμεύομαι

verbo pronominal/reflexivo (σε κάτι ή να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você tem que estar disposta a se comprometer com o programa por pelo menos três meses.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πρέπει να είστε πρόθυμοι να δεσμευτείτε στο πρόγραμμα το λιγότερο για τρεις μήνες. Δεσμεύομαι να εργαστώ για το πρότζεκτ τους επόμενους έξι μήνες.

δεσμεύομαι, συμφωνώ

verbo pronominal/reflexivo (prometer em contrato) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As duas partes comprometeram-se com um valor a ser pago pelo consumidor em caso do contrato ser cancelado antes do trabalho ser completado.
Τα δύο μέρη συμφώνησαν πως ένα ποσό θα πληρωνόταν από τον πελάτη σε περίπτωση ακύρωσης του συμβολαίου πριν την ολοκλήρωση της εργασίας.

ασχολούμαι με κτ

verbo pronominal/reflexivo

Pode ser difícil persuadir as pessoas a comprometerem-se com política.

συμμετέχω σε κτ

verbo pronominal/reflexivo

O candidato comprometeu-se com uma campanha maliciosa contra seu oponente.

αναλαμβάνω να κάνω κτ

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O governo comprometeu-se a dar assistência aos esforços de ajuda da organização.
Η κυβέρνηση ανέλαβε να βοηθήσει την οργάνωση στις προσπάθειες αρωγής.

δεσμεύομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele pediu que ela se casasse com ele, mas ela não estava disposta a se comprometer.

δεσμεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Precisamos de pessoas capazes de se empenhar, por isso por favor não se candidate ao emprego se não puder.
Χρειαζόμαστε ανθρώπους που είναι διαθέσιμοι να δεσμευτούν, γι' αυτό μην υποβάλετε αίτηση για δουλειά αν δεν μπορείτε να το κάνετε.

κάνω το επόμενο βήμα

(figurado: ter coragem) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορκίζομαι

(comprometer-se de forma solene a) (ότι/πως θα κάνω κτ, να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu juro que vou fazer o máximo para ficar longe de problemas.
Ορκίζομαι ότι θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να μείνω μακριά από μπελάδες.

αναλαμβάνω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O revisor comprometeu-se a fazer as correções.
Ο διορθωτής ανέλαβε να κάνει τις διορθώσεις.

δεσμεύομαι, συμφωνώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O Empregador compromete-se a pagar ao Contratado a quantia estipulada.
Ο Εργοδότης δεσμεύεται να καταβάλει στον Εργολάβο το καθορισμένο ποσό.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comprometer-se στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.