Τι σημαίνει το conditioned στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conditioned στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conditioned στο Αγγλικά.

Η λέξη conditioned στο Αγγλικά σημαίνει που υπόκειται σε όρους, προβλέψιμος, επίκτητος, προσαρμοσμένος, κατάσταση, κατάσταση, κατάσταση, προϋπόθεση, πάθηση, συνθήκες, προδιαθέτω, προετοιμάζω, επηρεάζω, προπονώ, βάζω κρέμα μαλλιών σε κτ, βάζω κοντίσιονερ σε κτ, κλιματιζόμενος, παβλοβική αντίδραση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conditioned

που υπόκειται σε όρους

adjective (subject to conditions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προβλέψιμος

adjective (predictable, habitual)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επίκτητος

adjective (animal behavior: learned)

We are not born afraid of spiders; it is a conditioned reaction.

προσαρμοσμένος

adjective (made fit and attractive)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κατάσταση

noun (state)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This house is in terrible condition. It needs a lot of work.
Αυτό το σπίτι βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση. Χρειάζεται πολλή δουλειά.

κατάσταση

noun (beings: general state)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Philosophers consider the human condition.
Οι φιλόσοφοι εξετάζουν την ανθρώπινη κατάσταση.

κατάσταση

noun (medicine: health) (υγείας, στην ιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cancer patient is in stable condition.
Η κατάσταση του καρκινοπαθούς είναι σταθερή.

προϋπόθεση

noun (requirement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I will do it - on one condition. A drug test is a condition of employment here.
Θα το κάνω, με μια προϋπόθεση. Μια εξέταση για ναρκωτικά είναι προϋπόθεση για εργασία εδώ.

πάθηση

noun (illness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has a heart condition.
Πάσχει από καρδιοπάθεια.

συνθήκες

plural noun (environment) (περιβάλλοντος)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Fishermen work in difficult conditions.
Οι ψαράδες εργάζονται υπό δύσκολες συνθήκες.

προδιαθέτω, προετοιμάζω, επηρεάζω

transitive verb (brainwash, affect behaviour) (ψυχολογικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Politicians are conditioning the people to accept the policy.
Οι πολιτικοί προετοιμάζουν τους ανθρώπους να δεχτούν την πολιτική.

προπονώ

transitive verb (body, muscles)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He is conditioning his body for the race.
Προετοιμάζει το σώμα του για τον αγώνα.

βάζω κρέμα μαλλιών σε κτ, βάζω κοντίσιονερ σε κτ

transitive verb (hair: apply conditioner)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I always condition my hair after washing.
Πάντα βάζω κρέμα μαλλιών μετά το λούσιμο.

κλιματιζόμενος

adjective (with air-cooling system)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The hotel said that for a few more dollars we could have an air-conditioned room.

παβλοβική αντίδραση

noun (psychology: behavior) (ψυχολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I feel stressed, my conditioned response is to eat some chocolate!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conditioned στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του conditioned

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.