Τι σημαίνει το learned στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης learned στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του learned στο Αγγλικά.

Η λέξη learned στο Αγγλικά σημαίνει πολυμαθής, που έχω μάθει, που μου έχει διδαχθεί, που έχω διδαχθεί, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, πολυμαθής, μορφωμένος, καταρτισμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης learned

πολυμαθής

adjective (knowledgeable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The young woman went to university because she admired her learned grandfather, and wanted to be like him.
Η νεαρή κοπέλα πήγε στο πανεπιστήμιο γιατί θαύμαζε τον πολυμαθή παππού της και ήθελε να του μοιάσει.

που έχω μάθει, που μου έχει διδαχθεί, που έχω διδαχθεί

adjective (that has been learned)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The robot was starting to display learned behavior.
Το ρομπότ άρχισε να επιδεικνύει συμπεριφορές που είχε μάθει.

μαθαίνω

transitive verb (know by studying)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I would love to learn Spanish one day.
Θέλω πολύ να μάθω κάποτε ισπανικά.

μαθαίνω

transitive verb (memorize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The actor had to learn his lines.
Ο ηθοποιός έπρεπε να μάθει το ρόλο του.

μαθαίνω

verbal expression (skill: acquire) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Children usually start to learn to walk when they are about a year old.
Τα παιδιά συνήθως αρχίζουν να μαθαίνουν να περπατούν στην ηλικία του ενός έτους.

μαθαίνω

transitive verb (technique: master)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He learned the art of stone masonry in just three years.
Έμαθε την τέχνη του χτίστη σε τρία μόλις χρόνια.

μαθαίνω

(details, reasons: ascertain) (ποιος, τι, γιατί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After weeks of work, the detective finally learned who the killer was.
Μετά από δουλειά εβδομάδων, ο αστυνόμος τελικά βρήκε ποιος ήταν ο δολοφόνος.

μαθαίνω

transitive verb (with object: discover)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Guess what I just learned by listening in to a phone conversation?
Μάντεψε τι έμαθα ακούγοντας μια τηλεφωνική συζήτηση!

μαθαίνω

transitive verb (with clause: become aware) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I only learned yesterday that he had died.
Μόλις χθες έμαθα ότι πέθανε.

μαθαίνω

intransitive verb (acquire knowledge)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't know how to do it, but I'll learn.
Δεν ξέρω πώς να το κάνω, αλλά θα μάθω.

πολυμαθής, μορφωμένος, καταρτισμένος

noun (man who is educated, erudite)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The young prince was tutored in the sciences by several learned men.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του learned στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του learned

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.