Τι σημαίνει το considerado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης considerado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του considerado στο ισπανικά.

Η λέξη considerado στο ισπανικά σημαίνει ενσυνείδητος, συνειδητός, που σκέφτεται κπ, που υπολογίζει κπ, που ενδιαφέρεται για κπ, ευγενικός, που σκέφτεται τους άλλους, που έχει ληφθεί υπ' όψιν, που κρίνεται με, που θεωρείται, που θεωρείται, αξιοσέβαστος, σημαντικός, σκέφτομαι, θεωρώ, θεωρώ, θεωρώ, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, θεωρώ, βλέπω, σκέφτομαι, θεωρώ ότι κπ είναι κτ, θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι, θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ, κρίνω, θεωρώ, θεωρώ, θεωρώ, αναλογίζομαι, δεύτερη σκέψη, σκέφτομαι, ζυγίζω, βλέπω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, ακούω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ, σκέφτομαι, θεωρώ, σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι, το σκέφτομαι, βλέπω, βάζω, έχω, βλέπω, πιστεύω, θεωρώ, λαμβάνω υπόψη, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, λαμβάνω υπόψη, σκέφτομαι, εκτιμώ, σέβομαι, συνυπολογίζω, συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω, συζητώ, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, που δεν έχει ληφθεί υπόψη, θεωρούμαι, εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση, που δεν θεωρείται, αντιμετωπίζω πιο θετικά, καλομελετημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης considerado

ενσυνείδητος, συνειδητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El artista hizo estos bocetos como preparación para una pintura más considerada.

που σκέφτεται κπ, που υπολογίζει κπ, που ενδιαφέρεται για κπ

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Haz el esfuerzo de ser considerado con tus mayores.
Κάνε μια προσπάθεια να σκέφτεσαι τους ηλικιωμένους.

ευγενικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mantener la puerta abierta para que pasara la anciana fue algo muy considerado.
Ήταν ευγενικό που κράτησε ανοιχτή την πόρτα για την ηλικιωμένη κυρία.

που σκέφτεται τους άλλους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La hija de Marilyn es muy considerada y la cuida muy bien.
Η κόρη της Μέριλιν είναι τόσο συμπονετική· φροντίζει καλά τη μητέρα της.

που έχει ληφθεί υπ' όψιν

adjetivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es probable que la mejor solución no sea ninguna de las consideradas hasta ahora.

που κρίνεται με

participio pasado (ακολουθεί ουσιαστικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es muy probable que tu tesis doctoral sea considerada en forma favorable por el tribunal.
Είναι πιθανό η δουλειά σου να κριθεί ευνοϊκά από την επιτροπή διδακτορικών διατριβών.

που θεωρείται

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που θεωρείται

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αξιοσέβαστος, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Has considerado las consecuencias a largo plazo de esta decisión?
Έχεις λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης;

θεωρώ

(κπ/κτ κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerardo siempre insiste en conocer a los novios de su hija para ver si los considera apropiados.
Ο Τζέραλντ επιμένει να γνωρίζει πάντα τα αγόρια της κόρης του για να δει αν τα θεωρεί κατάλληλα.

θεωρώ

verbo transitivo (κάποιον κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo consideraba un héroe.
Τον θεωρούσε ήρωα.

θεωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Considero la televisión como una mala influencia.
Θεωρώ την τηλεόραση κακή επιρροή.

σκέφτομαι, αναλογίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Considera las implicaciones de ese descubrimiento.
Σκέψου (or: Αναλογίσου) τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης!

θεωρώ

verbo transitivo (κάτι ως κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo considera una excepción a la regla.
Το αντιμετωπίζει ως μια εξαίρεση του κανόνα.

βλέπω

(μτφ: κάποιον σαν κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre lo consideré mi hermano.
Πάντα τον έβλεπα σαν αδερφό.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estoy considerando una carrera en Derecho.
Σκέφτομαι μια καριέρα στη νομική.

θεωρώ ότι κπ είναι κτ

verbo transitivo

Todos consideran a Shani una buena estudiante.
Η Σάνυ θεωρείται καλή μαθήτρια.

θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Considero que mis acciones de aquel día fueron un error.
Θεωρώ ότι οι πράξεις μου εκείνη τη μέρα ήταν λανθασμένες.

θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mucha gente considera que el castigo corporal está mal.
Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι η σωματική ποινή είναι λάθος.

κρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Debes hacer lo que consideres mejor.

θεωρώ

verbo transitivo (κάτι ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo considero un escándalo.
Λέω ότι είναι σκάνδαλο.

θεωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los críticos la consideraron una buena obra.

θεωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Consideraría un gran honor trabajar con usted.

αναλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεύτερη σκέψη

Aceptó el trabajo sin pensarlo.
Δέχτηκε τη δουλειά χωρίς δεύτερη σκέψη.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era una decisión difícil y sopesé las alternativas durante un largo tiempo hasta que me decidí.
Ήταν μια δύσκολη απόφαση και την επεξεργάστηκα για πολύ καιρό πριν αποφασίσω.

ζυγίζω

(ES, figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Calibraba todas sus opciones antes de actuar.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα έβαλα κάτω και τα μέτρησα (or: υπολόγισα) και είδα ότι δεν θα μπορέσω να πάω διακοπές φέτος.

βλέπω, σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quizás me anote a esa clase. Todavía no lo decidí, lo tengo que pensar.
Ίσως παρακολουθήσω αυτό το μάθημα· δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. Θα δούμε (or: Θα δείξει).

σκέφτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bert salió fuera para pensarlo un momento.
Ο Μπερτ βγήκε έξω για να σκεφτεί για λίγο.

ακούω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me gustaría que escucharan mi propuesta.
Θα ήθελα να ακούσουν την πρότασή μου.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jerry ponderó la oferta de trabajo durante mucho tiempo antes de aceptar.
Ο Τζέρυ σκεφτόταν την προσφορά εργασίας για πολύ καιρό πριν αποφασίσει να την αποδεχθεί.

σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenemos que discutir este asunto detenidamente.
Πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά αυτό το ζήτημα.

σκέφτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mitchell fue a hacer senderismo en solitario para reflexionar.
Ο Μίτσελ πήγε μόνος του για πεζοπορία στα βουνά για να σκεφτεί.

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muchas personas ven mal a los tatuajes.
Πολλοί άνθρωποι έχουν κακή γνώμη για τα τατουάζ.

σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estamos contemplando ir a cenar esta noche a ese nuevo restaurante italiano.

το σκέφτομαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Piénsalo, y dime que quieres hacer.
Σκέψου το και πες μου τι θέλεις να κάνεις.

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veo sospechosa esa idea.

βάζω, έχω

(καθομ: κάποιον κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Te cuento entre mis mejores amigos.
Σε θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μου φίλους.

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vimos otras cinco casas antes de comprar esta casa.

πιστεύω, θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi marido dice que el otoño es la mejor temporada, pero yo soy de la opinión de que el invierno es mejor.

λαμβάνω υπόψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ten en cuenta la edad de los niños antes de planear actividades.

συζητώ, κουβεντιάζω, λέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hablan de invadir el país.

λαμβάνω υπόψη

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Pensábamos que ganaríamos fácilmente contra el otro equipo, pero no habíamos tomado en cuenta a su nuevo delantero.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dedicó semanas a reflexionar sobre el asunto antes de ponerse manos a la obra.

εκτιμώ, σέβομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe estimaba (or: apreciaba) mucho el trabajo de Charlotte.
Το αφεντικό εκτιμούσε ιδιαιτέρως τη δουλειά της Σάρλοτ.

συνυπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω

(idea)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συζητώ

verbo transitivo (idea) (με άλλους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι, αναλογίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sopesó sus opciones y lo que debía hacer más tarde.
Ζύγισε τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της.

που δεν έχει ληφθεί υπόψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las alternativas a la invasión no fueron consideradas.

θεωρούμαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Era considerado uno de los mejores estudiantes hasta que lo pillaron con drogas.

εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe parece tenerte bien considerado.

που δεν θεωρείται

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La tortura no es considerada aceptable.

αντιμετωπίζω πιο θετικά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo vería con otros ojos si fuese más agradable de trato.

καλομελετημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του considerado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.