Τι σημαίνει το visto στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης visto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του visto στο ισπανικά.
Η λέξη visto στο ισπανικά σημαίνει βλέπω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, μαθαίνω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτό, βλέπω, ζω, βλέπω, προσέχω, βλέπω, διακρίνω, βλέπω, κοιτώ, κοιτάζω, θεωρώ, πιάνει το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ, διακρίνω, ξεχωρίζω, θεωρώ, -, βλέπω, παρακολουθώ, κάνω κόλ, τα βλέπω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, παρατηρώ, παρακολουθώ, ρίχνω μια ματιά, βλέπω, κάνω, βλέπω, βλέπω, βλέπω κπ ως κτ, βλέπω, ο έχων την όρασή του, ευχάριστος, μαστ, μη παρατηρητικός, αντίο, κοιτάζω από ψηλά, έχω παραισθήσεις, έχω παραισθήσεις, επισκέπτομαι, αποδοκιμάζω, κατανοώ, καταλαβαίνω, για, μαλακίες!, streaming, έρχομαι, πηγαίνω, όμορφος, εμφανίσιμος, εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, κοιτάζω τα ραδίκια ανάποδα, για σένα, εκτός θέματος, βλέπω κτ με δυσκολία, που είναι πολύ διαφορετικός από κτ, εντελώς διαφορετικός, αμοιβαία τα αισθήματα, οπτική γωνία, οπτική γωνία, αντίληψη, κοσμοθεωρία, βόλτα στις βιτρίνες, συναρπαστικός, αίθουσα τηλεόρασης, χαζεύω τις βιτρίνες, κοιτάζω τις βιτρίνες, ματάκι, θέαμα, γυαλιά ανάγνωσης, σχετικά με, αναφορικά με, δρέπω τους καρπούς, δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ, δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι, βλέπω στα πεταχτά, συμμετέχω σε κτ, έχω να κάνω με κτ, φέρω μέρος της ευθύνης για κτ, δε συνδέομαι με κπ/κτ, δε σχετίζομαι με κπ/κτ, έχω να κάνω με κτ, βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων, χάνω κτ/κπ από τα μάτια μου, κάνω κπ να καταλάβει κτ, δίνω σε κπ να καταλάβει κτ, δεν έχω καμία σχέση με, δεν μου αρέσει, βλέποντας και κάνοντας, βλέπω φως στο τούνελ, τα βλέπω διπλά, τα βλέπω όλα διπλά, βλέπω με άλλο μάτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης visto
βλέπωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No puedo ver. ¿Puedes encender la luz? Δεν βλέπω. Μπορείς να ανάψεις το φως; |
βλέπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Has visto su última película? Έχεις δει την τελευταία της ταινία; |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Habías visto alguna vez un libro tan grande? Έχεις δει ποτέ σου τόσο μεγάλο βιβλίο; |
βλέπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo veo la situación de manera diferente. Αντιλαμβάνομαι διαφορετικά την κατάσταση. |
βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ya veo lo que quieres decir, pero todavía no estoy de acuerdo. Καταλαβαίνω τι λες, ωστόσο δεν συμφωνώ. |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ya veo. Así que por eso no estabas en casa. Κατάλαβα. Για αυτό λοιπόν δεν ήσουν σπίτι. |
μαθαίνω, βλέπω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Veré si mi padre sabe algo al respecto. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quienes lo vieron dijeron que era una escena terrible. |
βλέπωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vamos a ver, ¿qué es lo próximo que hay que hacer? Για να δούμε, τι πρέπει να κάνουμε μετά; |
βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτόverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sí, ya lo creo que lo veo. ¡Un plan espléndido! ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Λυπάμαι, αλλά δεν βλέπω να πιάνει το σχέδιό σου. |
βλέπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Veo tus cien, y subo cien más. |
ζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este bote ha visto mejores tiempos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν και σχετικά νέος έχω δει πολλά στη ζωή μου. |
βλέπω, προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Según dice el periódico, veo que los mineros se han ido a la huelga otra vez. |
βλέπω, διακρίνω(formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedes divisar esa colina en la distancia? Μπορείς να διακρίνεις εκείνον τον λόφο στο βάθος; |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El doctor lo atenderá ahora. |
κοιτώ, κοιτάζω(revisar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Déjame mirar para ver si existe una fuga de agua. Άσε με να κοιτάξω τον σωλήνα, για να δω αν υπάρχει διαρροή. |
θεωρώ(formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La visualizo (or: veo) como futura primera ministra. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Με φρόντιζε τόσα χρόνια και πλέον τη βλέπω σα μητέρα. |
πιάνει το μάτι μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando vi mi apariencia en el espejo, inmediatamente corrí a cambiarme. Όταν παρατήρησα την εμφάνισή μου στον καθρέφτη, έτρεξα αμέσως πίσω στη ντουλάπα μου για να αλλάξω. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vio la pelea en el parque. Κοιτούσε (or: έβλεπε) τον καυγά στο πάρκο. |
διακρίνω, ξεχωρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No alcanzo a ver el cartel desde esta distancia. Δεν μπορώ να διακρίνω την ταμπέλα από τόσο μακριά. |
θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Muchas personas ven mal a los tatuajes. Πολλοί άνθρωποι έχουν κακή γνώμη για τα τατουάζ. |
-verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¡Te veo esta noche! Τα λέμε το βράδυ! |
βλέπω, παρακολουθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un millón de personas han visto el vídeo del gato hablando. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι είδαν το βίντεο με τη γάτα που μιλούσε. |
κάνω κόλexpresión (naipes, coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pidió ver con una mano promedio pero terminó ganando el lote. |
τα βλέπωverbo transitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Veo tus diez y subo otros diez. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Veo sospechosa esa idea. |
βλέπω(TV) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Viste las noticias anoche? |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vimos otras cinco casas antes de comprar esta casa. |
παρατηρώ, παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Observé a un hombre caminando por la calle. Παρακολουθούσα έναν άνδρα να περπατά στο δρόμο. |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No sé mucho de motores, pero puedo investigar. Δεν ξέρω και πολλά από μηχανές αλλά θα ρίξω μια ματιά. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de una hora de espera los turistas disfrutaron al avistar delfines. Αφού περίμεναν μία ώρα, οι τουρίστες ενθουσιάστηκαν που είδαν δελφίνια. |
κάνω(διδάσκομαι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aún no hemos estudiado trigonometría. Δεν έχουμε κάνει ακόμα τριγωνομετρία. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me gustaría ir a ver a la tía June este fin de semana. Θέλω να πάω να δω την θεία μου αυτό το σαββατοκύριακο. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesito ver a un médico. Πρέπει να δω έναν γιατρό. |
βλέπω κπ ως κτ
Los estudiantes ven a su profesor como un ejemplo a seguir. Τα παιδιά βλέπουν τον δάσκαλό τους ως πρότυπο. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Has estado viendo mucho a esos chicos últimamente, ¿no? Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι; |
ο έχων την όρασή του(λόγιος) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Los estudiantes no videntes trabajan a la par de los estudiantes videntes en algunas clases. Οι τυφλοί μαθητές μελετούν μαζί με όσους βλέπουν σε μερικά μαθήματα. |
ευχάριστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μαστ
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μη παρατηρητικός(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοιτάζω από ψηλά(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Desde nuestro cuarto de hotel podíamos otear la plaza. Από την κορυφή του πύργου μπορείς να κοιτάξεις από ψηλά όλη την πόλη. |
έχω παραισθήσεις
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El medicamento puede causar que el paciente alucine. |
έχω παραισθήσεις
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Alan alucinó un enorme conejo morado. |
επισκέπτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Visitamos muchos monumentos durante nuestro viaje. Στο ταξίδι μας επισκεφτήκαμε πολλά μνημεία. |
αποδοκιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella desaprueba a los amigos de su hijo. Η Έλλα δεν εγκρίνει τους νέους φίλους του γιου της. |
κατανοώ, καταλαβαίνω(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
για(προτιμήσεις) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Para mí, la película fue demasiado larga. Αυτή η ταινία παραήταν μεγάλη για μένα. |
μαλακίες!(καθομ, προσβλητικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Mentira! ¡Eso no es cierto! |
streaming(voz inglesa) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) El streaming te permite ver los programas de la tele en línea sin tener que descargarlos antes. |
έρχομαι, πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Se apareció Joe por la fiesta anoche? |
όμορφος, εμφανίσιμοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοιτάζω τα ραδίκια ανάποδα(eufemismo) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quiero vivir hasta los 80, no criar malvas a los 70. Θέλω να φτάσω τα 80 και όχι να κοιτάζω τα ραδίκια ανάποδα από τα 70 μου. |
για σένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿O sea que, en tu opinión, el mensaje del poema es que la gente no debería gastar tiempo pensando en cosas triviales? |
εκτός θέματοςlocución adjetiva (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Voy a decir algo que no tiene que ver con lo que estamos hablando, pero se me acaba de ocurrir y no quiero olvidarme. |
βλέπω κτ με δυσκολίαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A duras penas podía ver la carretera a causa de la espesa nevada. |
που είναι πολύ διαφορετικός από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Su vida en Canadá está a años luz de la que llevaba en Haití. Η ζωή στον Καναδά δεν έχει καμία σχέση με αυτή που είχε συνηθίσει στην Αϊτή. |
εντελώς διαφορετικόςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El sabor del pollo no tiene nada que ver con el de las gambas. |
αμοιβαία τα αισθήματα(αρνητικό συναίσθημα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esos dos no se aprecian. Siempre se han odiado. Τα αισθήματα είναι αμοιβαία ανάμεσά σε αυτούς τους δύο. Πάντα μισούσαν ο ένας τον άλλο. |
οπτική γωνίαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A mi modo de ver, estás equivocada. |
οπτική γωνία, αντίληψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tenía una manera única de ver las cosas. |
κοσμοθεωρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su forma de ver la vida es mucho más optimista que la mía. |
βόλτα στις βιτρίνες(AR) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Aunque no compre nada, a veces me encanta pasear y mirar vidrieras. |
συναρπαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αίθουσα τηλεόρασης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χαζεύω τις βιτρίνες, κοιτάζω τις βιτρίνες(ES) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ματάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θέαμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γυαλιά ανάγνωσης(AR) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Supo que se estaba haciendo viejo cuando tuvo que comprar anteojos para leer las letras pequeñas. Ήξερε ότι μεγάλωνε όταν χρειάστηκε να αγοράσει ένα ζευγάρι γυαλιά ανάγνωσης για να βλέπει τα μικρά γράμματα. |
σχετικά με, αναφορικά μεlocución preposicional (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δρέπω τους καρπούς(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El chico no se parece en nada a su padre ni a su hermano. |
δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαιexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡No veo la hora de que sea mi cumpleaños! Este ha sido un día tan podrido, no veo la hora de que se termine. Ανυπομονώ να έρθουν τα γενέθλιά μου! Η σημερινή μέρα είναι απαίσια, ανυπομονώ να τελειώσει. |
βλέπω στα πεταχτά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ver por un segundo a Peter cuando pasó por mi casa. |
συμμετέχω σε κτ
Wilson hizo un gol y participó en otros dos. |
έχω να κάνω με κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Su éxito tiene mucho que ver con los contactos de negocio de su padre. Η επιτυχία του έχει να κάνει με τις επαγγελματικές διασυνδέσεις του πατέρα του. |
φέρω μέρος της ευθύνης για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lewis negó tener parte en el intento de homicidio. |
δε συνδέομαι με κπ/κτ, δε σχετίζομαι με κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La diabetes de tipo 1 no está vinculada a la obesidad ni al estilo de vida y no se puede prevenir. |
έχω να κάνω με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La Comisión puede investigar asuntos que tengan que ver con los miembros de la fuerza policial. |
βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si te concentras en el lado bueno de las cosas, serás una persona mucho más feliz. |
χάνω κτ/κπ από τα μάτια μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Perdimos de vista el barco cuando dobló por el brazo del río. |
κάνω κπ να καταλάβει κτ, δίνω σε κπ να καταλάβει κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Me gustaría poder hacerle ver cuánto lo amo. |
δεν έχω καμία σχέση μεlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hornear una torta no tiene nada que ver con reparar un auto. |
δεν μου αρέσειlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No veo con buenos ojos a la gente que me llama "mi amor" sin conocerme. Δε μου αρέσουν οι άνθρωποι που δε με ξέρουν και με αποκαλούν «γλύκα». |
βλέποντας και κάνοντας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βλέπω φως στο τούνελexpresión (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Después de trabajar 15 horas por día durante tres semanas, finalmente vio la luz al final del túnel. |
τα βλέπω διπλά, τα βλέπω όλα διπλάverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Creí que estaba viendo doble pero era sólo que mis anteojos estaban empañados. |
βλέπω με άλλο μάτι(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Desde que pintaron el ayuntamiento, lo veo desde otra perspectiva. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του visto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του visto
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.