Τι σημαίνει το considerando στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης considerando στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του considerando στο ισπανικά.
Η λέξη considerando στο ισπανικά σημαίνει δεδομένων των συνθηκών, με τις δεδομένες συνθήκες, με αυτά τα δεδομένα, δεδομένου, λαμβάνοντας υπόψιν, λαμβάνοντας υπόψη, δεδομένου, λαμβάνοντας υπόψη, σκέφτομαι, θεωρώ, θεωρώ, θεωρώ, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, θεωρώ, βλέπω, σκέφτομαι, θεωρώ ότι κπ είναι κτ, θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι, θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ, κρίνω, θεωρώ, θεωρώ, θεωρώ, αναλογίζομαι, δεύτερη σκέψη, σκέφτομαι, ζυγίζω, βλέπω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, ακούω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ, σκέφτομαι, θεωρώ, σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι, το σκέφτομαι, βλέπω, βάζω, έχω, βλέπω, πιστεύω, θεωρώ, λαμβάνω υπόψη, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, λαμβάνω υπόψη, σκέφτομαι, εκτιμώ, σέβομαι, συνυπολογίζω, συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω, συζητώ, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, δεδομένης της κατάστασης, έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου, με δεδομένο ότι, δεδομένου ότι, δεδομένου ότι, με δεδομένο ότι, δεδομένου ότι, εφόσον, καθόσον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης considerando
δεδομένων των συνθηκών, με τις δεδομένες συνθήκες, με αυτά τα δεδομένα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) El francés de Angie es bastante bueno, considerando que ha vivido en Francia solamente un mes. |
δεδομένου
Teniendo en cuenta el poco tiempo que hemos tenido, creo que nos fue bastante bien. |
λαμβάνοντας υπόψιν, λαμβάνοντας υπόψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεδομένης της ηλικίας του παππού, είναι θαύμα το ότι συνήλθε από το εγκεφαλικό. |
δεδομένου
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Teniendo en cuenta lo que dice el pronóstico, quizá convendría que postergáramos el picnic. Δεδομένου του δελτίου καιρού ίσως θα ήταν καλύτερα να αναβάλουμε το πικ νικ. |
λαμβάνοντας υπόψη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Incluso teniendo en cuenta el mal tiempo, los visitantes al parque han sido pocos. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Has considerado las consecuencias a largo plazo de esta decisión? Έχεις λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης; |
θεωρώ(κπ/κτ κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gerardo siempre insiste en conocer a los novios de su hija para ver si los considera apropiados. Ο Τζέραλντ επιμένει να γνωρίζει πάντα τα αγόρια της κόρης του για να δει αν τα θεωρεί κατάλληλα. |
θεωρώverbo transitivo (κάποιον κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo consideraba un héroe. Τον θεωρούσε ήρωα. |
θεωρώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Considero la televisión como una mala influencia. Θεωρώ την τηλεόραση κακή επιρροή. |
σκέφτομαι, αναλογίζομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Considera las implicaciones de ese descubrimiento. Σκέψου (or: Αναλογίσου) τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης! |
θεωρώverbo transitivo (κάτι ως κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo considera una excepción a la regla. Το αντιμετωπίζει ως μια εξαίρεση του κανόνα. |
βλέπω(μτφ: κάποιον σαν κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siempre lo consideré mi hermano. Πάντα τον έβλεπα σαν αδερφό. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estoy considerando una carrera en Derecho. Σκέφτομαι μια καριέρα στη νομική. |
θεωρώ ότι κπ είναι κτverbo transitivo Todos consideran a Shani una buena estudiante. Η Σάνυ θεωρείται καλή μαθήτρια. |
θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναιverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Considero que mis acciones de aquel día fueron un error. Θεωρώ ότι οι πράξεις μου εκείνη τη μέρα ήταν λανθασμένες. |
θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mucha gente considera que el castigo corporal está mal. Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι η σωματική ποινή είναι λάθος. |
κρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Debes hacer lo que consideres mejor. |
θεωρώverbo transitivo (κάτι ως κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo considero un escándalo. Λέω ότι είναι σκάνδαλο. |
θεωρώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los críticos la consideraron una buena obra. |
θεωρώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Consideraría un gran honor trabajar con usted. |
αναλογίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεύτερη σκέψη
Aceptó el trabajo sin pensarlo. Δέχτηκε τη δουλειά χωρίς δεύτερη σκέψη. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era una decisión difícil y sopesé las alternativas durante un largo tiempo hasta que me decidí. Ήταν μια δύσκολη απόφαση και την επεξεργάστηκα για πολύ καιρό πριν αποφασίσω. |
ζυγίζω(ES, figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Calibraba todas sus opciones antes de actuar. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα έβαλα κάτω και τα μέτρησα (or: υπολόγισα) και είδα ότι δεν θα μπορέσω να πάω διακοπές φέτος. |
βλέπω, σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quizás me anote a esa clase. Todavía no lo decidí, lo tengo que pensar. Ίσως παρακολουθήσω αυτό το μάθημα· δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. Θα δούμε (or: Θα δείξει). |
σκέφτομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Bert salió fuera para pensarlo un momento. Ο Μπερτ βγήκε έξω για να σκεφτεί για λίγο. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me gustaría que escucharan mi propuesta. Θα ήθελα να ακούσουν την πρότασή μου. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jerry ponderó la oferta de trabajo durante mucho tiempo antes de aceptar. Ο Τζέρυ σκεφτόταν την προσφορά εργασίας για πολύ καιρό πριν αποφασίσει να την αποδεχθεί. |
σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenemos que discutir este asunto detenidamente. Πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά αυτό το ζήτημα. |
σκέφτομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mitchell fue a hacer senderismo en solitario para reflexionar. Ο Μίτσελ πήγε μόνος του για πεζοπορία στα βουνά για να σκεφτεί. |
θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Muchas personas ven mal a los tatuajes. Πολλοί άνθρωποι έχουν κακή γνώμη για τα τατουάζ. |
σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estamos contemplando ir a cenar esta noche a ese nuevo restaurante italiano. |
το σκέφτομαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Piénsalo, y dime que quieres hacer. Σκέψου το και πες μου τι θέλεις να κάνεις. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Veo sospechosa esa idea. |
βάζω, έχω(καθομ: κάποιον κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te cuento entre mis mejores amigos. Σε θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μου φίλους. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vimos otras cinco casas antes de comprar esta casa. |
πιστεύω, θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi marido dice que el otoño es la mejor temporada, pero yo soy de la opinión de que el invierno es mejor. |
λαμβάνω υπόψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ten en cuenta la edad de los niños antes de planear actividades. |
συζητώ, κουβεντιάζω, λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hablan de invadir el país. |
λαμβάνω υπόψη
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Pensábamos que ganaríamos fácilmente contra el otro equipo, pero no habíamos tomado en cuenta a su nuevo delantero. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dedicó semanas a reflexionar sobre el asunto antes de ponerse manos a la obra. |
εκτιμώ, σέβομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe estimaba (or: apreciaba) mucho el trabajo de Charlotte. Το αφεντικό εκτιμούσε ιδιαιτέρως τη δουλειά της Σάρλοτ. |
συνυπολογίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω(idea) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συζητώverbo transitivo (idea) (με άλλους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκέφτομαι, αναλογίζομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sopesó sus opciones y lo que debía hacer más tarde. Ζύγισε τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της. |
δεδομένης της κατάστασηςlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νουlocución conjuntiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El resultado es estupendo, considerando que empezaste a estudiar ayer. |
με δεδομένο ότιlocución conjuntiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No debe tomar una decisión apresurada, considerando que podría traer más efectos negativos que positivos. |
δεδομένου ότι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεδομένου ότι, με δεδομένο ότι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dado que has decidido ir, yo también iré. Αφού αποφάσισες να πας, θα έρθω κι εγώ. |
δεδομένου ότι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Visto que no estaré aquí, ¿por qué no presides tú la reunión de la semana próxima? Δεδομένου ότι δε θα είμαι εδώ, γιατί δεν προεδρεύεις εσύ στη συνάντηση της επόμενης εβδομάδας; |
εφόσον, καθόσον(legal) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Considerando que el acusado ha fallecido, no hay razón para seguir con el procedimiento. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του considerando στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του considerando
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.