Τι σημαίνει το dado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dado στο ισπανικά.

Η λέξη dado στο ισπανικά σημαίνει ζάρι, τμήμα πάνω από το βάθρο, δεδομένος, συγκεκριμένος, δοθείς, χαζεύω έξω, δίνω, εκπέμπω, βγάζω, δίνω, αυξάνω, με πιάνει, δίνω, βγάζω, χτυπάω, χτυπώ, δίνω, χτυπάω, χτυπώ, βαθμολογώ κτ με κτ, απονέμω κτ σε κπ, δίνω, έχει, δείχνει, παίζει, βλέπω, κοιτάζω, βλέπω, παίζομαι, παίζω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, διοργανώνω, δείχνω, παίζω, προβάλλω, δίνω, αναθέτω, συνεισφέρω, προσφέρω, μοιράζω, παρέχω, προσφέρω, δίνω, παραδίδω, αντίθετα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dado

ζάρι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Te toca tirar el dado.
Είναι η σειρά σου να ρίξεις το ζάρι.

τμήμα πάνω από το βάθρο

(arquitectura)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El dado es normalmente la columna de un pedestal.

δεδομένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dada su reputación, no sé si deberíamos contratarlo.
Δεδομένης της φήμης του, δεν είμαι σίγουρος ότι θα πρέπει να τον προσλάβουμε.

συγκεκριμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Fácilmente puedes dividir la tabla en un determinado número de columnas.
Μπορείς εύκολα να χωρίσεις τον πίνακα σε ένα συγκεκριμένο αριθμό στηλών.

δοθείς

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Haz lo mejor que puedas con los materiales provistos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κάνε το καλύτερο που μπορείς με τα υλικά που σου έχουν δώσει.

χαζεύω έξω

(ventana, puerta) (μτφ: κοιτάω)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Hay una ventana que da al jardín, por ahí entró el ladrón.

δίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκπέμπω

(calor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las estrellas dan calor y luz.

βγάζω

verbo transitivo (λόγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella dio un discurso sobre biología molecular.
Έβγαλε λόγο με θέμα τη μοριακή βιολογία.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor dale este formulario a tus padres.
Παρακαλώ δώσε αυτή την αίτηση στους γονείς σου.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

με πιάνει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No entiendo qué me dio, pero no puedo parar de llorar.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν ξέρω τι με έπιασε αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω.

δίνω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes darme algo de comer?
Μπορείς να μου δώσεις κάτι να φάω;

βγάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de muchos años de sequía, el manzano finalmente dio frutos.
Μετά από πολλά χρόνια ξηρασίας, η μηλιά παρήγαγε επιτέλους καρπούς.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El reloj dio las tres.
Το ρολόι χτύπησε τρεις.

δίνω

verbo transitivo (κτ σε κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los anteojos le daban a Dan un aire de sofisticación.
Τα γυαλιά έδιναν στον Μπράιαν ένα σοφιστικέ στυλ.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El reloj dio las 10.
Το ρολόι σήμανε δέκα.

βαθμολογώ κτ με κτ

(calificación)

Le doy a este libro cinco estrellas.
Βαθμολογώ αυτό το βιβλίο με πέντε αστέρια.

απονέμω κτ σε κπ

verbo transitivo (premio)

Le dieron el Oscar por Mejor Película a "12 Años de Esclavitud".
Απένειμαν το Όσκαρ καλύτερης φωτογραφίας στην ταινία «12 χρόνια σκλάβος».

δίνω

verbo transitivo (asignar) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de tres entrevistas de trabajo le dieron el puesto.
Μετά από τρεις συνεντεύξεις, της έδωσαν τη δουλειά.

έχει, δείχνει, παίζει

(televisión) (η τηλεόραση, το ράδιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Están dando tu programa favorito.
Έχει (or: δείχνει) την αγαπημένη σου εκπομπή.

βλέπω, κοιτάζω

(μεταφορικά: έχω θέα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esta casa tiene cinco ventanas que dan a la calle.
Αυτό το σπίτι έχει πέντε παράθυρα που βλέπουν (or: κοιτάζουν) στον δρόμο.

βλέπω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nuestro dormitorio dar hacia el este.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δωμάτιό μας βλέπει την ανατολή.

παίζομαι, παίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Qué películas dan en el cine esta semana?

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me da un gran placer darte la bienvenida esta noche.

δίνω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dales nuestros más cariñosos saludos.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Cuántas aspirinas le debo dar?

δίνω

(παράδειγμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberías dar un buen ejemplo a tu hermano menor.

διοργανώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dimos una fiesta para celebrar nuestra nueva casa.

δείχνω, παίζω, προβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Están dando una repetición de esa comedia que solía gustarte.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías pasarme el libro que está por allá, por favor?
Θα μπορούσες να μου δώσεις εκείνο εκεί το βιβλίο, σε παρακαλώ;

αναθέτω

(formal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La maestra de historia generalmente asigna un montón de tarea.
Ο καθηγητής της ιστορίας συχνά αναθέτει απίστευτα πολλές εργασίες για το σπίτι.

συνεισφέρω, προσφέρω

(χρήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Actualmente, la manera más fácil de donar dinero es en línea.

μοιράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La organización benéfica distribuyó el dinero entre los más necesitados.

παρέχω, προσφέρω, δίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contacte a la secretaria escolar quien le proporcionará todas las formas necesarias para su inscripción.
Επικοινώνησε με τη γραμματέα του σχολείου που θα σου δώσει τα απαραίτητα έντυπα.

παραδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El agente de policía convenció a Taylor para entregar el cuchillo.

αντίθετα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του dado

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.