Τι σημαίνει το contenido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης contenido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contenido στο ισπανικά.

Η λέξη contenido στο ισπανικά σημαίνει περιέχω, κρατάω, συγκρατάω, συγκρατώ, συγκρατώ, περιορίζω, συγκρατώ, περιορίζω, συγκρατώ, καταπιέζω, συγκρατώ, σταματώ, -, συγκρατώ, σταματώ, συγκρατώ, ελέγχω, πνίγω, καταπίνω, ελέγχω, περιορίζω, συγκρατώ, καταστέλλω, κρατάω, κρατάω μέσα μου, κρατώ μέσα μου, περιορίζω, ελέγχω, διώχνω, φράζω, φράσσω, καταπνίγω, καταπιέζω, συγκρατώ, τιθασεύω, δαμάζω, κόβω, ελαττώνω, μειώνω, περιβάλλω, περικλείω, περιορίζω, ελέγχω, δεν κάνω εμετό κτ, περιορίζω, συγκρατώ, εσώκλειστος, καταπιεσμένος, περιορισμένος, συσσωρευμένος, περιεχόμενο, περιεχόμενο, περιεχόμενο, συγκρατημένος, που κατεστάλη, καταπιεσμένος, ουσία, θέμα, αντικείμενο, σε καταστολή, περιεχόμενο, καταπνίγω συναισθήματα, περιέχω νερό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης contenido

περιέχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La caja contiene dos botellas.
Η κούτα περιέχει δύο μπουκάλια.

κρατάω, συγκρατάω

verbo transitivo (emociones) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los chicos comenzaron a pelear y los profesores tuvieron que contenerlos.
Τα αγόρια άρχισαν να μαλώνουν και γι' αυτό ήρθαν οι δάσκαλοι να τα συγκρατήσουν.

συγκρατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contuvo la ira hasta que los niños se fueron a dormir.
Συγκράτησε τον θυμό του μέχρι τα παιδιά να πάνε για ύπνο. Είχε τόσο δύσκολη μέρα που δε μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τα δάκρυά της.

συγκρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era difícil contener las emociones.
Ήταν δύσκολο να τιθασεύσει τα συναισθήματά της. Πρέπει να τιθασεύσεις τον ενθουσιασμό σου!

περιορίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los médicos trataron de contener la epidemia.

συγκρατώ, περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Simon se las arregló para contener su enfado y discutir el problema como un adulto.
Ο Σάιμον κατάφερε να συγκρατήσει τον θυμό του και να συζητήσει το πρόβλημα λογικά.

συγκρατώ, καταπιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No pudimos contener la risa cuando entró.
Δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε τα γέλια μας όταν μπήκε μέσα.

συγκρατώ

(emociones)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim apenas podía contener su emoción mientras nos contaba la noticia.

σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El médico usó gasas para contener la sangre.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Contuvo sus emociones.
Κατέπνιξε τα συναισθήματά του.

συγκρατώ

(emociones)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Daniel estaba muy angustiado pero contuvo sus lágrimas.

σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aplicó presión sobre el corte para tratar de contener la hemorragia.

συγκρατώ, ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen contuvo su ira cuando su compañero se llevó el crédito del trabajo.

πνίγω, καταπίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James tuvo que contener la risa cuando su jefe pisó una caca de perro.

ελέγχω, περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tuvo que controlar la ira cuando su hijo destrozó el auto.

συγκρατώ, καταστέλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡No puedo reprimir más mis sentimientos!

κρατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Tenle los brazos así deja de pegarme!
Κράτα τα χέρια του για να σταματήσει να με χτυπάει!

κρατάω μέσα μου, κρατώ μέσα μου

Tania se moría por contarle el secreto a Audrey, pero de alguna manera logro guardarlo.

περιορίζω, ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se supone que la nueva política económica de la nación va a frenar la inflación.
Η νέα οικονομική πολιτική της χώρας υποτίθεται θα περιορίσει (or: ελέγξει) τον πληθωρισμό.

διώχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy se preguntaba qué haría si aprobase el examen. Pero, luego, reprimió ese pensamiento. ¡Tenía que aprobar y lo iba a hacer!

φράζω, φράσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Represaron el arroyo para hacer una cascada.
Έφτιαξαν φράγμα στον ποταμό για να δημιουργήσουν έναν καταρράχτη.

καταπνίγω, καταπιέζω, συγκρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trevor estaba furioso, pero consiguió reprimir el enfado y ser amable.
Ο Τρέβορ ήταν έξαλλος, αλλά κατάφερε να συγκρατήσει τον θυμό του και να φερθεί ευγενικά.

τιθασεύω, δαμάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al fin había logrado Rachel controlar su ira y ser cortés con su suegra.

κόβω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este pan apaciguará tu hambre por un rato.
Το ψωμί θα σου κόψει την πείνα για λίγη ώρα.

ελαττώνω, μειώνω

(luz, sonido)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estas paredes con alto nivel de insonorización están diseñadas para amortiguar el ruido procedente de la autopista cercana.

περιβάλλω, περικλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las altas montañas envuelven el valle por todos sus lados.

περιορίζω, ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muchos de los manifestantes fueron acorralados por la policía.

δεν κάνω εμετό κτ

(digestión)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aunque me sentía mal del estómago, pude retener el desayuno.

περιορίζω

(volumen, precio, etc)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El profesor le pidió a los chicos que mantuvieran bajo el volumen.

συγκρατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kathy no dijo nada y trató de reprimir su ira.

εσώκλειστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Henry abrió el sobre y sacó los documentos contenidos.
Ο Χένρι άνοιξε τον φάκελο και έβγαλε τα έγγραφα που εσωκλείονταν.

καταπιεσμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los sentimientos contenidos pueden dañar tu salud mental.

περιορισμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

συσσωρευμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Había mucha demanda contenida, de modo que cuando la economía comenzó a mejorar, la gente comenzó a comprar automóviles de nuevo.

περιεχόμενο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El contenido del ensayo es importante e interesante.
Το περιεχόμενο της έκθεσης είναι ενδιαφέρον και σημαντικό.

περιεχόμενο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vera vació el contenido de su bolso en la mesa.
Η Βέρα άδειασε το περιεχόμενο της τσάντας της πάνω στο τραπέζι.

περιεχόμενο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El trabajo de Jeff es asegurarse de que el contenido de la web esté siempre actualizado.
Η δουλειά του Τζεφ είναι να διασφαλίζει ότι το περιεχόμενο της ιστοσελίδας είναι πάντα ενημερωμένο.

συγκρατημένος

(emoción) (άτομο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mark rebosaba alegría por dentro, pero mantuvo una apariencia contenida.

που κατεστάλη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La paciente tiene un sistema inmune reprimido por toda la medicación que toma.

καταπιεσμένος

(emocionalmente) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Las emociones reprimidas no son buenas para la salud mental.
Τα καταπιεσμένα συναισθήματα μπορούν να βλάψουν την πνευματική υγεία. Τα σκυλιά βγαίνουν βόλτα και έτσι τους δίνεται η δυνατότητα να απελευθερώσουν την καταπιεσμένη ενέργεια.

ουσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Creo que entiendo la esencia de tu argumento, pero no lo estás explicando demasiado claro.
Νομίζω ότι καταλαβαίνω το νόημα του επιχειρήματός σου, αλλά δεν το εκφράζεις πολύ καθαρά.

θέμα, αντικείμενο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El pintor escoge una materia poco convencional, como la basura en la calle.

σε καταστολή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιεχόμενο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El artículo está bien de forma, pero no de fondo.
Το άρθρο ήταν καλά δομημένο, αλλά δεν είχε πολύ ουσία.

καταπνίγω συναισθήματα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tuve que contener las lágrimas para darle la noticia.

περιέχω νερό

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contenido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.