Τι σημαίνει το contracting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης contracting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contracting στο Αγγλικά.

Η λέξη contracting στο Αγγλικά σημαίνει συστολή, σφιγμένος, συσταλμένος, παραχώρηση, του συμβολαίου, συμβόλαιο, συμβάλλομαι, προσβάλλομαι, μολύνομαι, συστέλλομαι, ελεύθερος, ανεξάρτητος, συσπώμαι, σφίγγω, που προσλαμβάνει εξωτερικό συνεργάτη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης contracting

συστολή

noun (muscle: tightening)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The doctor observed the contracting of the muscle.

σφιγμένος

adjective (muscle: tightening)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The tendon is pulled towards the contracting muscle.

συσταλμένος

adjective (shrinking)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

παραχώρηση

noun (making an agreement) (με συμβόλαιο, σύμβαση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The contracting of public services from the government to the private sector is becoming more common.

του συμβολαίου

adjective (making an agreement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company is negotiating the contracting terms.

συμβόλαιο

noun (legal agreement) (νομική συμφωνία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company has a contract with the supplier. The football player signed a contract.
Η εταιρεία έχει συμβόλαιο με τον προμηθευτή. Ο ποδοσφαιριστής υπέγραψε συμβόλαιο.

συμβάλλομαι

intransitive verb (make an agreement) (κάνω συμφωνία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He contracted with the company to provide services.
Συμβλήθηκε με την εταιρία για να παράσχει υπηρεσίες.

προσβάλλομαι, μολύνομαι

transitive verb (get a disease) (από ασθένεια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He contracted malaria in Africa.
Κόλλησε ελονοσία στην Αφρική.

συστέλλομαι

intransitive verb (shrink)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Wood contracts as it dries.
Το ξύλο συστέλλεται καθώς στεγνώνει.

ελεύθερος, ανεξάρτητος

noun as adjective (under legal agreement) (επαγγελματίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The contract worker will find another job.

συσπώμαι

intransitive verb (muscle: tighten)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her muscles contracted as she lifted the box.

σφίγγω

transitive verb (tighten [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contract the muscles in your leg when you do this stretch.
Σφίξε τους μύες των ποδιών σου όταν κάνεις αυτό το τέντωμα.

που προσλαμβάνει εξωτερικό συνεργάτη

noun ([sb] hiring external worker)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contracting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.