Τι σημαίνει το contract στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης contract στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contract στο Αγγλικά.

Η λέξη contract στο Αγγλικά σημαίνει συμβόλαιο, συμβάλλομαι, προσβάλλομαι, μολύνομαι, συστέλλομαι, ελεύθερος, ανεξάρτητος, συσπώμαι, σφίγγω, χρησιμοποιώ εξωτερικούς συνεργάτες, αναθέτω κτ σε κπ, χρησιμοποιώ εξωτερικούς συνεργάτες, σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, αθέτηση συμβολαίου, μπριτζ, αναγκαστική εκτέλεση συμφωνίας, αναγκαστική εκτέλεση σύμβασης, διαπραγματεύσεις για σύμβαση, σύμβαση περί µη ανταγωνισµού, υπογράφω σύμβαση περί µη ανταγωνισµού, συμβασιούχος υπάλληλος, συμβασιούχος υπάλληλος, συμβόλαιο εργασίας, σύμβαση πρακτικής άσκησης, συμβόλαιο εργασίας, συμβόλαιο, προγαμιαίο συμβόλαιο, δισκογραφικό συμβόλαιο, κοινωνικό συμβόλαιο, κοινωνικό συμβόλαιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης contract

συμβόλαιο

noun (legal agreement) (νομική συμφωνία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company has a contract with the supplier. The football player signed a contract.
Η εταιρεία έχει συμβόλαιο με τον προμηθευτή. Ο ποδοσφαιριστής υπέγραψε συμβόλαιο.

συμβάλλομαι

intransitive verb (make an agreement) (κάνω συμφωνία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He contracted with the company to provide services.
Συμβλήθηκε με την εταιρία για να παράσχει υπηρεσίες.

προσβάλλομαι, μολύνομαι

transitive verb (get a disease) (από ασθένεια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He contracted malaria in Africa.
Κόλλησε ελονοσία στην Αφρική.

συστέλλομαι

intransitive verb (shrink)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Wood contracts as it dries.
Το ξύλο συστέλλεται καθώς στεγνώνει.

ελεύθερος, ανεξάρτητος

noun as adjective (under legal agreement) (επαγγελματίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The contract worker will find another job.

συσπώμαι

intransitive verb (muscle: tighten)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her muscles contracted as she lifted the box.

σφίγγω

transitive verb (tighten [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contract the muscles in your leg when you do this stretch.
Σφίξε τους μύες των ποδιών σου όταν κάνεις αυτό το τέντωμα.

χρησιμοποιώ εξωτερικούς συνεργάτες

phrasal verb, transitive, separable (outsource)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναθέτω κτ σε κπ

phrasal verb, transitive, separable (outsource)

χρησιμοποιώ εξωτερικούς συνεργάτες

phrasal verb, intransitive (outsource)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου

expression (by the terms of the contract)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
According to the contract you may take three days of bereavement leave for your uncle's funeral, but only one for your nephew's.

αθέτηση συμβολαίου

noun (breaking an agreed term)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If there's a breach of contract by your employer you may be entitled to monetary compensation.

μπριτζ

noun (card game) (χαρτοπαίγνιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Contract bridge is even more complicated than regular bridge.

αναγκαστική εκτέλεση συμφωνίας, αναγκαστική εκτέλεση σύμβασης

noun (lawsuit: breached agreement)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
In the US state laws govern the rules for contract enforcement.

διαπραγματεύσεις για σύμβαση

plural noun (for a formal agreement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύμβαση περί µη ανταγωνισµού

noun (law: anti-competition agreement)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπογράφω σύμβαση περί µη ανταγωνισµού

verbal expression (law: prohibit rivalry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμβασιούχος υπάλληλος

noun (non-regular employee)

συμβασιούχος υπάλληλος

noun ([sb] working for a third party)

συμβόλαιο εργασίας

noun (contract about a job)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύμβαση πρακτικής άσκησης

noun (work experience agreement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμβόλαιο εργασίας

noun (employment agreement)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The teachers are hoping to negotiate a more equitable labor contract this year.

συμβόλαιο

noun (written agreement binding by law)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The two companies signed a legal contract to regulate their partnership.

προγαμιαίο συμβόλαιο

noun (prenuptial agreement)

He insisted his future wife sign a marriage contract to protect his family's wealth.

δισκογραφικό συμβόλαιο

noun (deal to record for a music label)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοινωνικό συμβόλαιο

noun (philosophy: formation of society)

κοινωνικό συμβόλαιο

noun (sociology: mutual benefit)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contract στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του contract

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.