Τι σημαίνει το contrast στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης contrast στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contrast στο Αγγλικά.

Η λέξη contrast στο Αγγλικά σημαίνει αντίθεση, αντίθεση, κάνω αντίθεση, είμαι αντίθετος, είμαι συμπληρωματικός, αντιπαραβάλλω, παραβάλλω, αντιθέτως, σε αντίθεση, σε αντιδιαστολή, εν αντιθέσει, χρωματική αντίθεση, συγκρίνω, αντιθέτως, αντίθετα, αντιθέτως, εν αντιθέσει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης contrast

αντίθεση

noun (light vs. dark)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There wasn't enough contrast, so the TV image was hard to see.
Δεν υπήρχε αρκετή αντίθεση, οπότε ήταν δύσκολο να δει κανείς την εικόνα στην τηλεόραση.

αντίθεση

noun (difference)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The contrast between their personalities created a lot of conflict.
Οι αντιθέσεις στον χαρακτήρα τους προκαλούσαν πολλές τριβές.

κάνω αντίθεση

intransitive verb (be very different) (σε σχέση με)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Compared with the bright paintings, the black sketch contrasts sharply.
Σε σύγκριση με τους πίνακες με τα φωτεινά χρώματα, ο μαύρος κάνει έντονη αντίθεση.

είμαι αντίθετος, είμαι συμπληρωματικός

(colour: be complementary) (με κάποιο χρώμα)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I love how the blue eyeliner contrasts with your brown hair and eyes.
Μου αρέσει ο τρόπος που το μπλε αϊλάινερ κάνει αντίθεση με τα καστανά μαλλιά και μάτια σου.

αντιπαραβάλλω, παραβάλλω

transitive verb (show differences) (κάτι με/και κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me contrast the correct and incorrect posture for this dance.
Ας δείξω τη σωστή στάση σε σχέση με τη λάθος στάση για αυτόν τον χορό.

αντιθέτως, σε αντίθεση, σε αντιδιαστολή, εν αντιθέσει

adverb (on the other hand)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm always late but you, by contrast, are always on time.
Εν αντιθέσει με (or: σε αντίθεση με) σένα που έρχεσαι πάντοτε στην ώρα σου, εγώ είμαι διαρκώς αργοπορημένος.

χρωματική αντίθεση

noun (strong lights, darks)

I had to adjust the colour contrast on his television.
Έπρεπε να ρυθμίσω το κοντράστ στην τηλεόρασή του.

συγκρίνω

verbal expression (note similarities, differences)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The article compares and contrasts the works of Plato and Aristotle.
Το άρθρο συγκρίνει τα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.

αντιθέτως, αντίθετα

adverb (on the other hand)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Canada, in contrast, is a net energy exporter.
Ο Καναδάς, αντίθετα, κάνει εξαγωγές ωφέλιμης ενέργειας.

αντιθέτως

expression (unlike)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
In contrast to his work so far, the project he just turned in was superb.

εν αντιθέσει

preposition (as compared with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her hair's jet black, in contrast with her daughter's blonde locks.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contrast στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του contrast

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.