Τι σημαίνει το party στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης party στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του party στο Αγγλικά.

Η λέξη party στο Αγγλικά σημαίνει πάρτι, πάρτυ, κόμμα, συμβαλλόμενο μέρος, μέρος, ομάδα, ομάδα, τύπος, τύπισσα, απόσπασμα, υποστηρικτής, υποστηρίκτρια, κομματικός, γιορταστικός, γιορτινός, γλεντάω, τα πίνω, άφτερ πάρτυ, μπάτσελορ πάρτυ, μπάτσελορ νύφης, πάρτι γενεθλίων, πάρτυ στη γειτονιά, γαμήλια δεξίωση, πάρτι Χριστουγέννων, Κοκτέιλ πάρτυ, κομουνιστικό κόμμα, οι Συντηρητικοί, που προσλαμβάνει εξωτερικό συνεργάτη, πάρτυ μεταμφιεσμένων, εμφανίζομαι σε πάρτυ ακάλεστος, διακομματικός, Δημοκρατικό Κόμμα, τραπέζι, χαλαρός, ευχάριστος, φιλικός, τσάντα, σακούλα, πάρτι στον κήπο, πάρτυ για την αποκάλυψη του φύλου του μωρού, Αμερικανικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, μπάτσελορ πάρτυ, μπάτσελορ, συγκέντρωση μόνο για γυναίκες, πάρτυ, πάρτι, πάρτι για το νέο σπίτι, κυνηγετική ομάδα, θύμα, το Εργατικό Κόμμα, μέλος του Εργατικού Κόμματος, αποχαιρετιστήριο πάρτι, αποχαιρετιστήριο πάρτυ, ψυχή του γλεντιού, πολυκομματικός, αντιπολίτευση, αντίδικος, αντιπολίτευση, πιτζάμα πάρτι, τρελός γλεντζές, ένδυμα δεξιώσεων, επίσημο ένδυμα, δώρο που δίνει ο οικοδεσπότης στους καλεσμένους του, καλά ρούχα, κοπέλα που της αρέσει να διασκεδάζει, κοπέλα που της αρέσει να περνάει καλά, εκδιδόμενη, κοπέλα που πληρώνεται για να διασκεδάζει τους προσκεκλημένους, κυβερνών κόμμα, πολιτική γραμμή, μέλος κόμματος, κομματικό στέλεχος, γλεντζέδες, που αρέσει σε όλους, ξενέρωτος, συσκευή που πετάει χαρτοπόλεμο, νυχτερινή ζωή, διαχωριστικός τοίχος, κπ που πηγαίνει σε πάρτι, καλεσμένος σε πάρτι, κλαίω τη μοίρα μου, κόμμα, κόμμα, πάρτυ σε πισίνα, πάρτι σε πισίνα, τραπέζι ρεφενέ, oμάδα επιδρομών, ρέιβ πάρτι, ρεπουμπλικανικό κόμμα, γιορτή για τη συνταξιοδότηση, αντροπαρέα, ομάδα αναζήτησης/διάσωσης, πυτζάμα πάρτι, πιτζάμα πάρτι, πάρτυ-έκπληξη, τσάι, τρίτος, τρίτο κόμμα, εξωτερικός συνεργάτης, κάνω γιορτή, δικομματικό σύστημα, κουμπάρος, κουμπάρα, ομάδα εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης party

πάρτι, πάρτυ

noun (social gathering)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I'm throwing a party tonight.
Το βράδυ θα κάνω πάρτι.

κόμμα

noun (political group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His party won the election with a big majority.
Το κόμμα του κέρδισε τις εκλογές με απόλυτη πλειοψηφία.

συμβαλλόμενο μέρος

noun (individual or group in a legal dispute)

Neither party can back out once the contract has been signed.
Κανείς από τους συμβαλλόμενους δεν μπορεί να υποχωρήσει, όταν το συμβόλαιο έχει υπογραφεί.

μέρος

adjective (involved in [sth]) (είμαι, παίρνω)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I refuse to be party to all your lies and deceit!

ομάδα

noun (group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A party of locals set off in search of the missing boys.

ομάδα

noun (team)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A party of doctors from the City Hospital visited him.

τύπος, τύπισσα

noun (US, informal (person)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
He's a grumpy old party, isn't he?

απόσπασμα

noun (military: detachment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They were attacked by an advance enemy party.

υποστηρικτής, υποστηρίκτρια

noun (partisanship)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Are you a party to this stupid plan?

κομματικός

noun as adjective (of or for a political group)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The minister's opinion on this matter goes against party principles.

γιορταστικός, γιορτινός

noun as adjective (of or for a social gathering)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The music creates a nice party atmosphere.
Η μουσική δημιουργεί ωραία γιορτινή ατμόσφαιρα.

γλεντάω

intransitive verb (informal (go to parties)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
All she does is party and sleep.

τα πίνω

intransitive verb (informal (drink alcohol)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've got beer! Let's party!
Έχω μπύρες! Ας τα πιούμε!

άφτερ πάρτυ

noun (party following another event) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπάτσελορ πάρτυ

noun (party for a husband-to-be)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Bachelor parties tend to be wild and crazy. We're going to a nightclub for Simon's stag do.
Στα μπάτσελορ πάρτυ γίνεται συνήθως τρελό κέφι και τα πράγματα ξεφεύγουν. Θα πάμε σε ένα κλαμπ για το μπάτσελορ του Σάιμον.

μπάτσελορ νύφης

noun (party for a wife-to-be)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πάρτι γενεθλίων

noun (celebration of a birthday)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kids love to have birthday parties and invite all their friends.

πάρτυ στη γειτονιά

noun (US (neighbourhood celebration)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All neighbors joined in a great block party to celebrate Halloween.

γαμήλια δεξίωση

noun (wedding: bride, groom, attendants)

πάρτι Χριστουγέννων

noun (festive social event)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Κοκτέιλ πάρτυ

noun (party where drinks are served)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
To celebrate her promotion, she hosted a small cocktail party.

κομουνιστικό κόμμα

noun (extreme left-wing political party)

The Communist Party ruled in Russia for over 70 years.
Το κομμουνιστικό κόμμα κυβέρνησε στη Ρωσία για πάνω από 70 χρόνια.

οι Συντηρητικοί

plural noun (colloquial (British right-wing political party)

που προσλαμβάνει εξωτερικό συνεργάτη

noun ([sb] hiring external worker)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάρτυ μεταμφιεσμένων

noun (US (costumed ball)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Children often dress up at Halloween for costume parties.
Τα παιδιά ντύνονται στη γιορτή του Halloween και πηγαίνουν σε πάρτυ μεταμφιεσμένων.

εμφανίζομαι σε πάρτυ ακάλεστος

verbal expression (slang (attend uninvited)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hooligans decided to crash a party and cause trouble.
Οι χούλιγκαν αποφάσισαν να εμφανιστούν στο πάρτυ ακάλεστοι και να κάνουν φασαρία.

διακομματικός

adjective (between political parties)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Δημοκρατικό Κόμμα

noun (US (US liberal political party)

τραπέζι

noun (social gathering over evening meal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hyacinth has invited the vicar and his wife to a dinner party.
Η Υακίνθη κάλεσε τον εφημέριο και τη γυναίκα του για να τους κάνει το τραπέζι.

χαλαρός, ευχάριστος, φιλικός

noun as adjective (relating to social dining event)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is an expert at polite dinner-party conversation.

τσάντα, σακούλα

noun (party favours)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At the end of Lucy's party all the children received a doggy bag of sweets and small toys.
Στο τέλος του πάρτυ της Λούσυ όλα τα παιδιά πήραν από μια τσάντα με γλυκά και παιχνιδάκια.

πάρτι στον κήπο

noun (outdoor party)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πάρτυ για την αποκάλυψη του φύλου του μωρού

noun (event to announce sex)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Αμερικανικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα

noun (US, acronym (Grand Old Party: Republicans) (ΗΠΑ,συντόμευση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It looks like the GOP has messed things up again.

μπάτσελορ πάρτυ, μπάτσελορ

noun (UK (hen night, women-only celebration for bride-to-be)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She wanted to invite ten of her best friends to her hen party.

συγκέντρωση μόνο για γυναίκες

noun (US, informal (gathering of women only) (ΗΠΑ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάρτυ, πάρτι

noun (social gathering at [sb]'s house)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
We went to a house party yesterday. I couldn't sleep last night because our neighbors had a very loud house party.

πάρτι για το νέο σπίτι

noun (party to celebrate new home)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κυνηγετική ομάδα

noun (group chasing animals for sport)

θύμα

noun (victim)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The injured party is looking to claim damages of £10,000.

το Εργατικό Κόμμα

noun (UK (British politics: left-wing party)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μέλος του Εργατικού Κόμματος

noun (UK (British politics)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I have been a Labour Party member for 10 years.

αποχαιρετιστήριο πάρτι, αποχαιρετιστήριο πάρτυ

noun (UK (social event to mark [sb]'s departure)

They organised a leaving party for Helen, as she was leaving the company.

ψυχή του γλεντιού

noun (informal, figurative (most lively, outgoing person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I love hanging out with Mark – he's the life of the party.

πολυκομματικός

adjective (involving several political parties)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντιπολίτευση

noun (political party that opposes the government)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Members of the opposing party jeered the president and were censured by the majority.

αντίδικος

noun (other person in a dispute)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
When participating in a formal debate one should always be respectful toward the opposing party.

αντιπολίτευση

noun (political group that opposes government)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Since they lost the election, the Republicans are now the opposition party.

πιτζάμα πάρτι

noun (sleepover)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
At her pyjama party, Emma and her friends played games and shared make-up.

τρελός γλεντζές

noun (figurative, informal (person who frequents drinking parties) (παλιομοδίτικο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She was a real party animal when she was younger. That party animal must be exhausted when the holidays are over.

ένδυμα δεξιώσεων, επίσημο ένδυμα

noun (cocktail dress, evening dress)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cathy was furious that the clumsy waiter spilled wine all over her new party dress.

δώρο που δίνει ο οικοδεσπότης στους καλεσμένους του

noun (gift for party guest)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καλά ρούχα

noun (informal (dressy clothing) (καθομιλουμένη)

κοπέλα που της αρέσει να διασκεδάζει, κοπέλα που της αρέσει να περνάει καλά

noun (interested in partying)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκδιδόμενη

noun (prostitute)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοπέλα που πληρώνεται για να διασκεδάζει τους προσκεκλημένους

noun (female hired to go to party)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κυβερνών κόμμα

noun (political party that is in government)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In Britain, the Conservative Party was the party in power at the outbreak of the Second World War.

πολιτική γραμμή

noun (policy or stance of a political party)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was suspended for failing to support the party line on immigration policy.

μέλος κόμματος, κομματικό στέλεχος

noun ([sb] belonging to political group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Party members are voting on a number of important proposals at their conference.

γλεντζέδες

plural noun (hedonists) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

που αρέσει σε όλους

noun ([sth] popular at parties) (μουσική, ποτό κλπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξενέρωτος

noun (slang (killjoy, [sb] who avoids festivities)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We'd really like you to come out with us. Don't be a party pooper!
Θέλουμε πολύ να έρθεις μαζί μας, μη μας το χαλάς!

συσκευή που πετάει χαρτοπόλεμο

noun (party favor: explosive streamer)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νυχτερινή ζωή

noun (nightclubbing or attending raves)

διαχωριστικός τοίχος

(between two buildings)

κπ που πηγαίνει σε πάρτι

noun ([sb] who goes to parties)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jack was a party-goer in his college days, but now he prefers to stay home.

καλεσμένος σε πάρτι

noun (guest at a party)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλαίω τη μοίρα μου

noun (slang, figurative (indulgence in self-pity) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόμμα

noun (group seeking to form government)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Conservative Party is the oldest political party in the United Kingdom.

κόμμα

noun (US (group seeking power within government)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάρτυ σε πισίνα, πάρτι σε πισίνα

noun (event: activities in swimming pool)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Karen invited us to a pool party.

τραπέζι ρεφενέ

noun (US (meal: guests bring food)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Joe brought grilled hotdogs to the potluck party, and I brought dessert.

oμάδα επιδρομών

noun (military invasion)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ρέιβ πάρτι

noun (techno or acid-house dance event)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ρεπουμπλικανικό κόμμα

noun (US (right-wing political party)

The Republican Party seems to be getting more conservative than in the past.

γιορτή για τη συνταξιοδότηση

noun (celebration at end of [sb]'s career)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντροπαρέα

noun (informal, humorous (group: predominantly male)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ομάδα αναζήτησης/διάσωσης

noun (group searching for missing person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A search party has set off up the mountain to look for the missing climber. People from the neighbourhood are forming a search party to find the missing boy.
Μια ομάδα διάσωσης έχει ξεκινήσει για το βουνό για να ψάξει για τον αγνοούμενο ορειβάτη. Οι άνθρωποι της γειτονιά φτιάχνουν μια ομάδα αναζήτησης για να βρουν το αγόρι που έχει χαθεί.

πυτζάμα πάρτι, πιτζάμα πάρτι

noun (US (sleepover)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πάρτυ-έκπληξη

noun (celebration)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τσάι

noun (social gathering at which tea is served) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τρίτος

noun (independent or additional person or group) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We're designing the building ourselves, but a third party will build it.
Σχεδιάζουμε το κτίριο μόνοι μας, αλλά θα το κατασκευάσει κάποιος τρίτος.

τρίτο κόμμα

noun (political group additional to 2 main parties)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the UK in 2010 the third party entered a coalition with one of the two major parties.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2010 το τρίτο κόμμα έκανε συνασπισμό με ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα.

εξωτερικός συνεργάτης

noun (external freelancer or consultant)

κάνω γιορτή

verbal expression (host a celebration)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will throw a party at my house for my birthday.

δικομματικό σύστημα

noun (government: two political parties)

κουμπάρος, κουμπάρα

noun ([sb] who is part of marriage ceremony)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ομάδα εργασίας

noun (UK (committee)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του party στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του party

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.