Τι σημαίνει το crema στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crema στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crema στο ισπανικά.

Η λέξη crema στο ισπανικά σημαίνει κρέμα γάλακτος, κρέμα, αλοιφή, κρεμ, κρέμα, κρεμώδης, κρεμ, κρέμα, κρέμα γάλακτος, λικέρ κρέμα, λοσιόν, διαλυτικά μεταφωνίας, αντηλιακή λοσιόν, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κρεμ, αποτεφρώνω, αφρόκρεμα, ελίτ, ενυδατική, μπισκ, κρέμα, σίλαμπαμπ, παγωτό, βάζω ενυδατική, βάζω ενυδατική κρέμα, υψηλή κοινωνία, καθαρισμού, πόριτζ, κουάκερ, οδοντόκρεμα, οδοντόπαστα, σούπα, αποτριχωτικό προϊόν, κρέμα blancmange, βισισουάζ, σου, sour cream, ψαρόσουπα με οστρακοειδή, προΐόν καθαρισμού προσώπου, κρέμα προσώπου, αφρόκρεμα, μπεσαμέλ, λικέρ μέντας, γλυκό με κρέμα, παγωμένη κρέμα, αποτριχωτική κρέμα, παγωτό με χαμηλά λιπαρά, ντεμακιγιάζ, φυστικοβούτυρο, βαφή/βερνίκι παπουτσιών, παγωτό μηχανής, κρέμα σαντιγί, λιποζάν, κρέμα ξυρίσματος, κρέμα σαντιγί, προϊόν απολέπισης σώματος, μανιταρόσουπα βελουτέ, τάρτα με κρέμα ζαχαροπλαστικής, κρεμ φρες, κρέμα λεμονιού, σάλτσα ραντς, κρέμα γάλακτος, ενυδατικό γαλάκτωμα, αντηλιακό, κρεμ μπρουλέ, κρέμα γάλακτος και γάλα σε ίση ποσότητα, πηγμένη κρέμα γάλακτος, κρέμα βουτύρου, ενυδατική κρέμα, κρέμα προσώπου, κρέμα χεριών, τράιφλ, κρέμα γάλακτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crema

κρέμα γάλακτος

(μαγειρική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El cocinero usó crema para crear la salsa.
Ο μάγειρας χρησιμοποίησε κρέμα γάλακτος, για να φτιάξει τη σάλτσα.

κρέμα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aplícate crema en la piel para mantenerla suave.
Βάλε λίγη κρέμα στο δέρμα σου για να το διατηρήσεις λείο.

αλοιφή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El doctor recetó una crema antimicótica para tratar el pie de atleta del paciente.
Ο γιατρός συνταγογράφησε μια αντιμυκητιασική αλοιφή για τους μύκητες του ασθενούς.

κρεμ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El crema es menos impactante al ojo que el blanco.

κρέμα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El postre tenía crema de caramelo.

κρεμώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sopa cubrió la cuchara como debe hacerlo una buena sopa crema.

κρεμ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Antiguamente Milwaukee era conocido por sus edificios de ladrillos de color crema.

κρέμα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρέμα γάλακτος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Hacia el final de la cocción agregue una cucharada de crema para suavizar la salsa.

λικέρ κρέμα

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λοσιόν

(κρέμα δέρματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Me pones un poco de esta loción en la espalda?
Θα βάλεις λίγο από αυτή τη λοσιόν στην πλάτη μου;

διαλυτικά μεταφωνίας

(αλλαγή ήχου)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντηλιακή λοσιόν

(solar)

Tomar sol sin loción bronceadora te secará la piel.
Το μαύρισμα χωρίς αντηλιακό θα ξεράνει το δέρμα σου.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

En los lados del bol quedó pegada la cuajada del yogur solidificado.

κρεμ

(χρώμα)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Para la entrevista se puso una blusa de seda de color crema.

αποτεφρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στην Ινδία οι πεθαμένοι αποτεφρώνονται.

αφρόκρεμα

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Real Fuerza Aérea sólo aceptó a la crema y nata de los jóvenes y mujeres de Gran Bretaña.

ελίτ

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una pequeña élite controla todos los ascensos en la universidad.

ενυδατική

(crema)

Me pongo hidratante en la cara todas las noches.

μπισκ

(de marisco) (σούπα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κρέμα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σίλαμπαμπ

(αγγλικό γλυκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παγωτό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi postre favorito es el helado de frutilla.
Το αγαπημένο μου επιδόρπιο είναι το παγωτό φράουλα.

βάζω ενυδατική, βάζω ενυδατική κρέμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si no te hidratas, se te secará la piel.

υψηλή κοινωνία

Se cree mejor que nosotros, y le gusta relacionarse con la élite.
Νομίζει ότι είναι καλύτερη από μας και της αρέσει να συναναστρέφεται με την υψηλή κοινωνία.

καθαρισμού

locución adjetiva (producto) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Uso crema corporal y una almohadilla de algodón para remover el maquillaje antes de acostarme.
Χρησιμοποιώ κρέμα καθαρισμού και ένα κομμάτι βαμβάκι για να αφαιρώ το μακιγιάζ μου πριν ξαπλώσω στο κρεβάτι.

πόριτζ, κουάκερ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Desayunamos crema de avena en el invierno.
Τρώμε πόριτζ (or: κουάκερ) για πρωινό τον χειμώνα.

οδοντόκρεμα, οδοντόπαστα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Por qué todas las pastas dentífricas saben a menta?
Γιατί έχουν όλες οι οδοντόκρεμες γεύση μέντα;

σούπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ian disfrutó de una taza de sopa de pescado y maíz con el almuerzo.

αποτριχωτικό προϊόν

Las cremas depilatorias pueden causar irritación en la piel.

κρέμα blancmange

(postre) (ζαχαροπλαστική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βισισουάζ

(σούπα χορταρικών)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σου

locución nominal femenina (γλύκισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Comería bombas de crema todos los días, pero engordan mucho.

sour cream

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El secreto para un buen pastel del diablo es usar algo de crema agria o suero de leche.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στο μεξικάνικο εστιατόριο σερβίρουν τα μπουρίτο με γκουακαμόλε και sour cream.

ψαρόσουπα με οστρακοειδή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La crema de almejas de Nueva Inglaterra está hecha con una base de sopa de crema de patatas, y la de Manhattan, con un caldo claro a base de tomate.

προΐόν καθαρισμού προσώπου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρέμα προσώπου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αφρόκρεμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Solamente la crema de la crema llegará al equipo olímpico de remo.

μπεσαμέλ

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El secreto de la cocina francesa es una buena salsa de crema.
Το μυστικό της γαλλικής μαγειρικής είναι η καλή μπεσαμέλ.

λικέρ μέντας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γλυκό με κρέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παγωμένη κρέμα

nombre masculino (España)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποτριχωτική κρέμα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγωτό με χαμηλά λιπαρά

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ντεμακιγιάζ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Uso un desmaquillante todas las noches antes de acostarme.

φυστικοβούτυρο

(AmL)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mantequilla de maní es rica en proteína y queda muy bien con apio, zanahorias o manzana.
Το φυστικοβούτυρο έχει πολλές πρωτεΐνες και με σέλινο, καρότα ή μήλα αποτελεί ένα γευστικό σνακ.

βαφή/βερνίκι παπουτσιών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mis zapatos están sucios y no tengo crema de zapatos.

παγωτό μηχανής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Για επιδόρπιο, φάγαμε παγωτό μηχανής σε χωνάκι.

κρέμα σαντιγί

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La crema batida tiene que ser liviana y estar aireada.
Η κρέμα σαντιγί πρέπει να είναι αέρινη και ελαφριά.

λιποζάν

(εμπορική ονομασία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Me puse bálsamo labial para proteger mis labios del sol. Durante el invierno, uso bálsamo labial para que no se me agrieten los labios ni se me sequen.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έβαλα λιποζάν για να προστατεύσω τα χείλια μου από τον ήλιο. Το χειμώνα να βάζεις λιποζάν για να μη σκάσουν και ξεραθούν τα χείλια σου.

κρέμα ξυρίσματος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No puedo afeitarme si no tengo crema de afeitado porque se me irrita la piel.

κρέμα σαντιγί

locución nominal femenina (CR)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προϊόν απολέπισης σώματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Uso una crema exfoliante dos veces por semana para remover células muertas.

μανιταρόσουπα βελουτέ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A mis hijos les gusta mucho la crema de champiñones.

τάρτα με κρέμα ζαχαροπλαστικής

(AR)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κρεμ φρες

nombre femenino (είδος κρέμας γάλακτος)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
No hay sustituto aceptable de la crema fresca de rancho.

κρέμα λεμονιού

(ως άλλειμα, αλοιφή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σάλτσα ραντς

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρέμα γάλακτος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ενυδατικό γαλάκτωμα

(μορφή γαλακτώματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντηλιακό

locución nominal femenina

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

κρεμ μπρουλέ

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κρέμα γάλακτος και γάλα σε ίση ποσότητα

locución nominal masculina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πηγμένη κρέμα γάλακτος

κρέμα βουτύρου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ενυδατική κρέμα

κρέμα προσώπου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρέμα χεριών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τράιφλ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Este bizcocho borracho con frutas y crema es tan pesado que no podría comerme otro trozo.
Το τράιφλ ήταν τόσο πλούσιο στη γεύση που δεν μπορούσα να φάω και άλλη μερίδα.

κρέμα γάλακτος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crema στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.