Τι σημαίνει το brazo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brazo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brazo στο ισπανικά.

Η λέξη brazo στο ισπανικά σημαίνει χέρι, μπράτσο, χέρι, βραχίονας, μπράτσο, μπράτσο καρέκλας, μπράτσο πολυθρόνας, κανάλι, όρμος, κολπίσκος, μπράτσο, μπροστινό πόδι, παραπόταμος με πολύ αργή ροή και ελώδη μορφή, armlock, στενή λωρίδα γης, σκύβω, χεράκι-χεράκι, χέρι-χέρι, ελβετικό ρολό, το μακρύ χέρι του νόμου, ένεση, μοχλοβραχίονας, απόκρουση με τεντωμένο χέρι, υποχωρώ, ενδίδω, απλώνω τα χέρια, σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέρια, τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέρι, υποχωρώ, παραχωρώ, χεράκι-χεράκι, χέρι-χέρι, δρασκελιά, αποκρούω με τεντωμένο χέρι, τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτ, το παλεύω, υπομένω, αντιστέκομαι, πεισμώνω, μουλαρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brazo

χέρι

nombre masculino (άνω άκρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se lastimó el brazo jugando al tenis.
Χτύπησε το χέρι του παίζοντας τένις.

μπράτσο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los brazos de esta silla son realmente cómodos.
Τα μπράτσα αυτής της καρέκλας είναι πραγματικά άνετα.

χέρι

nombre masculino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El brazo largo de la ley finalmente alcanzará hasta al mafioso más poderoso.

βραχίονας

nombre masculino (σε πικάπ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπράτσο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπράτσο καρέκλας, μπράτσο πολυθρόνας

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se apoyó en el brazo del sillón en el que estaba sentada su esposa y le dio un beso.

κανάλι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El río se abre en dos brazos en su desembocadura al mar.
Το ποτάμι βγαίνει μέσω δύο καναλιών στη θάλασσα.

όρμος, κολπίσκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El barco atracó en una pequeña ensenada para evitar la tormenta.
Το πλοίο έριξε άγκυρα σε έναν μικρό όρμο για να αποφύγει την καταιγίδα.

μπράτσο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπροστινό πόδι

(ζωολογία)

παραπόταμος με πολύ αργή ροή και ελώδη μορφή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

armlock

(voz inglesa)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

στενή λωρίδα γης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σκύβω

(έμφαση στην κατεύθυνση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χεράκι-χεράκι, χέρι-χέρι

locución adverbial (ES)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los amantes caminaban por la playa cogidos del brazo.
Οι εραστές κρατιόντουσαν χέρι-χέρι καθώς περπατούσαν στην παραλία.

ελβετικό ρολό

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Encontré una receta para preparar brazo de gitano.

το μακρύ χέρι του νόμου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si violas la ley la policía te agarrará. No puedes esquivar el brazo de la ley.

ένεση

(familiar) (καθομιλουμένη, κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El médico decidió darle un pinchazo en el brazo.

μοχλοβραχίονας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tenemos todo lo necesario; sólo debemos acortar el brazo de palanca para poder mover esa enorme piedra.

απόκρουση με τεντωμένο χέρι

(αθλητισμός)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υποχωρώ, ενδίδω

locución verbal (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Παρά τις αποδείξεις αρνήθηκε να ενδώσει (or: να λυγίσει).

απλώνω τα χέρια

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El entrevistador estiró el brazo para estrechar la mano de Neil.

σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέρια

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En puntas de pie y levantando el brazo puedo tocar el techo.

τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέρι

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Extendió el brazo y me acarició la mejilla.

υποχωρώ, παραχωρώ

locución verbal (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χεράκι-χεράκι, χέρι-χέρι

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Περπάτησαν στον δρόμο χέρι-χέρι.

δρασκελιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El reno estaba a un brazo de distancia de nosotros.
Το άγριο ελάφι στάθηκε μια δρασκελιά από εμάς.

αποκρούω με τεντωμένο χέρι

locución verbal (αθλητισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Susie tiró mi copa de vino cuando estiró el brazo para agarrar la sal.

το παλεύω

locución verbal (coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπομένω, αντιστέκομαι

expresión (coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cualquier compañía que quiera sobrevivir a esta recesión debe mantenerse en sus trece, reducir los costos y cortar las inversiones al mínimo.

πεισμώνω, μουλαρώνω

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siempre ha sido terco: toma una postura y no da el brazo a torcer.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έτσι και μουλαρώσει δεν του αλλάζει γνώμη ο Θεός ο ίδιος.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brazo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.