Τι σημαίνει το crescer στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crescer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crescer στο πορτογαλικά.

Η λέξη crescer στο πορτογαλικά σημαίνει γίνομαι πιο, αναπτύσσομαι, αυξάνομαι, ευδοκιμώ, ευημερώ, ωριμάζω, αναπτύσσω, μεγαλώνω, ψηλώνω, φυτρώνω, βλασταίνω, ξαναβγαίνω, ξαναφυτρώνω, μεγαλώνω, μεγαλώνω, μακραίνω, εκτινάσσομαι στα ύψη, φουσκώνω, μεγαλώνω, φουσκώνω, φτάνω σε ύψος, βαρύνω, γίνομαι φουντωτός, φουσκώνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι, ευδοκιμώ, παίρνω μπόι, ρίχνω μπόι, παίρνω μπόι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, φουσκώνω, αναπτύσσομαι, αυξάνομαι, μεγαλώνω, αναπτύσσομαι, αφήνω, φυτρώνω σε κτ, ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι, δε χωράω, δε χωρώ, μακραίνω, μεγαλώνω υπερβολικά, ευδοκιμώ, παραμεγαλώνω, μεγαλώνω ανεξέλεγκτα, ξεπερνώ, μεγαλώνω αρκετά ώστε να μου κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crescer

γίνομαι πιο

(aumentar em tamanho)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Na puberdade, ela irá crescer.
Στην εφηβεία θα γίνει πιο ψηλή.

αναπτύσσομαι

(expandir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nossa companhia cresceu rapidamente este ano.
Η επιχείρηση μας έχει μεγαλώσει πολύ φέτος.

αυξάνομαι

(aumentar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A população crescerá rapidamente.
Ο πληθυσμός θα αυξηθεί ραγδαία.

ευδοκιμώ, ευημερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Poucas árvores podem crescer no deserto.
Δεν ευδοκιμούν πολλά δέντρα στην έρημο.

ωριμάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Espero que esta experiência o ajude a crescer.
Ελπίζω αυτή η εμπειρία να τον βοηθήσει να ωριμάσει.

αναπτύσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As redes sociais podem ajudar a crescer seu negócio.

μεγαλώνω, ψηλώνω

(tornar-se mais alto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όταν ψηλώσεις (or: μεγαλώσεις), θα μπορέσεις να κάνεις ποδήλατο με δύο ρόδες.

φυτρώνω, βλασταίνω

(planta: começar a crescer) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξαναβγαίνω, ξαναφυτρώνω

(cabelo, etc.: crescer novamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεγαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεγαλώνω

(figurativo) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu queria que meu irmão crescesse e achasse seu próprio canto.
Μακάρι ο αδερφός μου να μεγάλωνε και να έβρισκε δικό του σπίτι.

μακραίνω

(cabelo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εκτινάσσομαι στα ύψη

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As reformas da casa estão fazendo nossa dívida crescer.
Η ανακαίνιση στο σπίτι κάνει το χρέος μας να εκτιναχθεί στα ύψη.

φουσκώνω

(culinária)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Deixe a massa do pão crescer por duas horas antes de moldá-la.
Άφησε το ζυμάρι να φουσκώσει για δύο ώρες πριν σχηματίσεις μια φραντζόλα.

μεγαλώνω

(lua)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φουσκώνω

(massa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω σε ύψος

(plantas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Τα σιτηρά αυτής της ποικιλίας φτάνουν σε ύψος τα έξι πόδια και περισσότερο.

βαρύνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gastos militares crescem muito em época de eleição.

γίνομαι φουντωτός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Meus tomateiros estão crescendo e devem produzir muitos frutos.

φουσκώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεγαλώνω

(tornar-se adulto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu cresci em uma vila no sul da Inglaterra. Quando criança, Kenny queria ser um policial quando crescesse.
Μεγάλωσα σ' ένα χωριό στη Νότια Αγγλία.

αυξάνομαι

(subir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A qualidade deste produto aumentou no último ano.

αναπτύσσομαι

(bebê)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O medico ficou satisfeito com o progresso do bebê e disse aos pais que, se ele continuasse a crescer assim, eles não teriam com o que se preocupar.

ευδοκιμώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As plantações do fazendeiro vicejaram no clima quente de primavera.
Τα σπαρτά του αγρότη ευδοκιμούσαν στον θερμό ανοιξιάτικο καιρό.

παίρνω μπόι, ρίχνω μπόι

(figurado, informal) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele era pequeno até a adolescência, quando de repente ele espichou.
Ήταν μικροκαμωμένος μέχρι την εφηβεία του όταν ξαφνικά πήρε μπόι.

παίρνω μπόι

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι

(σταδιακά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A intensidade da música está começando a desenvolver-se.

φουσκώνω

(crescer, aumentar) (μαγειρική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O fermento faz o pão expandir.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όλα τα σώματα διαστέλλονται με τη θερμότητα.

αναπτύσσομαι

(οικονομικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A China continua a se desenvolver rapidamente.
Η Κίνα συνεχίζει να αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς.

αυξάνομαι

(tornar mais numeroso)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O número de mosquitos aumenta no verão.

μεγαλώνω

(figurado: tornar-se mais poderoso) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναπτύσσομαι

(από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A empresa cresceu a partir de uma pequena firma de família para virar um negócio multimilionário.
Η επιχείρηση εξελίχθηκε από μια μικρή οικογενειακή εταιρεία σε μια επιχείρηση δισεκατομμυρίων.

αφήνω

locução verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele está deixando crescer a barba.
Αφήνει μούσι.

φυτρώνω σε κτ

Segundo o folclore, o musgo cresce no lado norte das árvores.
Σύμφωνα με την παράδοση, τα βρύα φυτρώνουν στη βόρεια πλευρά των δέντρων.

ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι

(aumentar rapidamente) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Novos edifícios espalharam-se rapidamente pela cidade nos últimos anos.

δε χωράω, δε χωρώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μακραίνω

locução verbal (cabelo) (μαλλιά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No ano passado, cortei meu cabelo muito curto, mas agora eu estou deixando crescer.
Πέρσι έκοψα τα μαλλιά μου πολύ κοντά αλλά τώρα τα αφήνω να μακρύνουν.

μεγαλώνω υπερβολικά

(bot.: plantas)

ευδοκιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O solo rico daqui faz a maioria das plantas crescerem profundamente.

παραμεγαλώνω

(figurativo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεγαλώνω ανεξέλεγκτα

(plantas)

ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεγαλώνω αρκετά ώστε να μου κάνει κτ

(κατά λέξη: για ρούχο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crescer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.