Τι σημαίνει το crooked στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crooked στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crooked στο Αγγλικά.

Η λέξη crooked στο Αγγλικά σημαίνει στραβός, διάτρητος, διεφθαρμένος, απατεώνας, απατεώνισσα, γκλίτσα, ράβδος, γωνία, κλειστή στροφή, κύρτωμα, λυγίζω, άρρωστος, σουφρώνω κτ από κπ, τρώω κτ από κπ, κοροϊδεύω, ξεγελάω, ξεγελώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crooked

στραβός

adjective (not straight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Every line I draw is crooked.
Κάθε γραμμή που τραβάω είναι στραβή.

διάτρητος

adjective (figurative, informal ([sth]: corrupt) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The deal was crooked; the mayor made sure that the contract went to his friends.
Η συμφωνία ήταν βρόμικη. Ο δήμαρχος φρόντισε το συμβόλαιο να πάει στους φίλους του.

διεφθαρμένος

adjective (figurative, informal (person: corrupt)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Crooked inspectors had been taking bribes to approve unsafe buildings.
Οι διεφθαρμένοι επιθεωρητές έπαιρναν χρήματα για να εγκρίνουν μη ασφαλή κτίρια.

απατεώνας, απατεώνισσα

noun (informal (criminal)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The bookkeeper was a crook who had been stealing from them for years.
Ο λογιστής ήταν ένας επιτήδειος που τους έκλεβε για χρόνια.

γκλίτσα

noun (shepherd's staff)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marilyn is looking for a crook to go with her shepherdess costume.
Η Μέριλυν ψάχνει μια γκλίτσα που θα πηγαίνει με το κουστούμι του βοσκού.

ράβδος

noun (bishop's crozier) (ποιμαντορική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bishop wore a richly embroidered robe, but he carried a simple wooden crook.
Ο επίσκοπος φορούσε βαριά κεντημένα άμφια, αλλά κρατούσε μια απλή ξύλινη ράβδο.

γωνία

noun (angle: of elbow, arm)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Max was holding his baby in the crook of his arm.

κλειστή στροφή

noun (sharp bend in a road)

Drive slowly when you reach a crook in the road.

κύρτωμα

noun (bend in [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She hung the umbrella up by its crook.

λυγίζω

transitive verb (bend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Holmes crooked his finger and motioned to me to follow him.

άρρωστος

adjective (AU (ill, unwell) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carl walks slowly because of his crook knee. Bill missed the party because he was crook.
Ο Καρλ περπατάει αργά επειδή το γόνατό του είναι σακατεμένο.

σουφρώνω κτ από κπ, τρώω κτ από κπ

verbal expression (slang (obtain from [sb] by swindling) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

The conman who knocked on my grandad's door managed to crook him out of his life savings.

κοροϊδεύω, ξεγελάω, ξεγελώ

transitive verb (slang (swindle) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When Ruth realized that Mick was crooking her, she broke the contract.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crooked στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.